mausolée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mausolée | mausolées |
mausolée (fr) αρσενικό
- το μαυσωλείο
ενικός | πληθυντικός |
mausolée | mausolées |
mausolée (fr) αρσενικό