malingre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | malingre | malingres |
θηλυκό | malingree | malingrees |
Επίθετο
[επεξεργασία]malingre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | malingre | malingres |
θηλυκό | malingree | malingrees |
malingre (fr) αρσενικό ή θηλυκό