οίκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οίκος | οι | οίκοι |
γενική | του | οίκου | των | οίκων |
αιτιατική | τον | οίκο | τους | οίκους |
κλητική | οίκε | οίκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οίκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἶκος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οί‐κος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οίκος αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) το σπίτι, η κατοικία
- ↪ Η παράδοση των εμπορευμάτων κατ' οίκον.
- ↪ Η Εκκλησία θεωρείται ο οίκος του Θεού/Κυρίου.
- (ιστορία) το γένος, η οικογένεια με παράδοση ή δυναστεία
- ↪ Ο οίκος των Κομνηνών/Αγγέλων/Παλαιολόγων.
- η εμπορική επιχείρηση ή το κοινωφελές ίδρυμα
- ↪ Εκδοτικός οίκος.
- (εκκλησιαστικός όρος, βυζαντινή μουσική) η στροφή κοντακίου
- (αστρολογία) ένα από τα 12 τμήματα στα οποία χωρίζουν οι αστρολόγοι το γενέθλιο χάρτη ενός ατόμου
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κατ' οίκον
- τα εν οίκω, μη εν δήμω: δε βγάζουμε τα οικογενειακά μας στη φόρα
- τα του οίκου
Συγγενικά
[επεξεργασία]
που λήγουν σε -οικος |
επίσης |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οίκος
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Βυζαντινή μουσική (νέα ελληνικά)
- Αστρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)