ένοικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ένοικος | οι | ένοικοι |
γενική | του/της του |
ενοίκου ένοικου |
των | ενοίκων |
αιτιατική | τον/την | ένοικο | τους/τις τους |
ενοίκους ένοικους |
κλητική | ένοικε | ένοικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ένοικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔνοικος (που κατοικεί σε έναν τόπο) < ἐν + οἶκος. Συγχρονικά αναλύεται σε έν- + οίκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ένοικος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που ζει μέσα σε ένα σπίτι, που κατοικεί σε αυτό, είτε το ακίνητο αποτελεί ιδιοκτησία του είτε όχι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κάτοικος
- ενοικιαστής
- ενοίκιο
- και → δείτε τη λέξη οίκος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοικος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έν- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)