ποίησις

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 02:36, 9 Ιουλίου 2023 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (τυπο)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποίησῐς αἱ ποιήσεις
      γενική τῆς ποιήσεως τῶν ποιήσεων
      δοτική τῇ ποιήσει ταῖς ποιήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ποίησῐν τὰς ποιήσεις
     κλητική ! ποίησῐ ποιήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποιήσει
γεν-δοτ τοῖν  ποιησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποίησις < ποιέω / ποιώ, ποιη- + -σις (-ησις)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποίησις, -εως θηλυκό

  1. δημιουργία, κατασκευή
  2. ποίηση, η ποιητική τέχνη

Συγγενικά

[επεξεργασία]