σύρραξις

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 07:17, 3 Οκτωβρίου 2023 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (αποκατάσταση αρχαίων λημμάτων)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύρραξῐς αἱ συρράξεις
      γενική τῆς συρράξεως τῶν συρράξεων
      δοτική τῇ συρράξει ταῖς συρράξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύρραξῐν τὰς συρράξεις
     κλητική ! σύρραξῐ συρράξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συρράξει
γεν-δοτ τοῖν  συρραξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύρραξις < συρράσσω, συρρακ- + -σις > -ξις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σύρραξη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύρραξις, -εως θηλυκό

  • χτύπημα ενός πάνω σε άλλο