Δουβλίνο
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δουβλίνο | τα | Δουβλίνα |
γενική | του | Δουβλίνου | των | Δουβλίνων |
αιτιατική | το | Δουβλίνο | τα | Δουβλίνα |
κλητική | Δουβλίνο | Δουβλίνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δουβλίνο ουδέτερο
- η πρωτεύουσα της Ιρλανδίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πρωτεύουσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ιρλανδίας (νέα ελληνικά)
- Πρωτεύουσες (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ιρλανδίας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)