ουσιοκρατία
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουσιοκρατία | οι | ουσιοκρατίες |
γενική | της | ουσιοκρατίας | των | ουσιοκρατιών |
αιτιατική | την | ουσιοκρατία | τις | ουσιοκρατίες |
κλητική | ουσιοκρατία | ουσιοκρατίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουσιοκρατία θηλυκό
- (θρησκεία) η υπερτόνιση της αξίας της απρόσωπης ουσίας του θεού (θείες ιδιότητες· πχ θεία προΰπαρξη, το άτμητον, το αέναον κα) έναντι του προσώπου του (νόηση, ενσυναίσθηση, ηθολογία κα)
- η πίστη της εγγενούς προΰπαρξης σκοπού, ταλέντου, ιδιότητας στο κάθε τι
- η μη αποδοχή στο ότι η μετεξέλιξη υλικού ή προσώπου δύναται να μεταβάλει τις πρωταρχικές του ιδιότητες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Essentialism στην αγγλική Βικιπαίδεια