αιτιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιτιότητα οι αιτιότητες
      γενική της αιτιότητας των αιτιοτήτων
    αιτιατική την αιτιότητα τις αιτιότητες
     κλητική αιτιότητα αιτιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιτιότητα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική causalité

Ουσιαστικό

αιτιότητα θηλυκό

  • η σχέση που συνδέει την αιτία με το αποτέλεσμα
    Η θεμελιώδης αιτιακή ανάλυση (αιτιότητα), βασίζεται σε θεµελιώδη αίτια, τα οποία δεν επιβάλλονται αξιωματικά αλλά αλληλοσυνδέονται διασυνδετικά και προκύπτουν εγγενώς από την αλληλεπίδρασή τους. Αυτήν προσπάθει να κατανοήσει η κβαντική θεωρία πεδίου, και συνεχώς προχωρά προς αυτήν την κατεύθυνση εμπράκτως.

Μεταφράσεις