αιτιότητα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αιτιότητα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική causalité
Ουσιαστικό
αιτιότητα θηλυκό
- η σχέση που συνδέει την αιτία με το αποτέλεσμα
- Η θεμελιώδης αιτιακή ανάλυση (αιτιότητα), βασίζεται σε θεµελιώδη αίτια, τα οποία δεν επιβάλλονται αξιωματικά αλλά αλληλοσυνδέονται διασυνδετικά και προκύπτουν εγγενώς από την αλληλεπίδρασή τους. Αυτήν προσπάθει να κατανοήσει η κβαντική θεωρία πεδίου, και συνεχώς προχωρά προς αυτήν την κατεύθυνση εμπράκτως.