Πολύ γκρίνια! Δεν φαντάζεστε πόσο... Όταν άρχιζε δεν την σταματούσε τίποτα. Ούτε ο χάρος! Έτσι έλεγε ο πατέρας μου όταν ήθελε να χαρακτηρίσει τον ανυπόφορο χαρακτήρα της. O παππούς μου βέβαια ατάραχος παρέμενε. Σιωπηλός και χωρίς συμμετοχή. Λες και δεν τον αφορούσε η συνεχής μουρμούρα της. « Με τα ρούχα της τρώγεται» και «τα καλά τα γκόρτσα, τα γουρούνια τα τρώνε» άκουγα συχνά να σχολιάζουνε οι γείτονες. Το πρώτο σχόλιο για την γιαγιά Μέλπω φυσικά και το αμέσως επόμενο για τον παππού μου. Γυναίκα του από δεύτερο γάμο ,γιατί η πρώτη του που του χάρισε και τέσσερα παιδιά, πέθανε μαζί με τα τρία από αυτά αμέσως μετά τον πόλεμο και τον άφησε μόνο του να παλεύει στην ζωή μεγαλώνοντας το οκτάχρονο κοριτσάκι του. Η δεύτερη δεν του χάρισε παιδιά, το φωτοστέφανο όμως της υπομονής σε κείνη το χρωστάει! Πως μας αναγκάζει η ζωή να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας και να λογαριάσουμε τις αντοχές μας έ, έτσι και ο παππούς ανακάλυψε μέσα του τις τεράστιες ποσότητες της και συνέχισε χωρίς αντιδράσεις. Δυστυχώς όμως για κείνη, ο γάιδαρος που είχανε και τον χρησιμοποιούσανε για όλες τις αγροτικές δουλειές τους ,δεν είχε την υπομονή του παππού. «Γαϊδουρινή υπομονή» δεν λένε; Λένε βέβαια και το άλλο! «Σκας γάιδαρο…» Έ, εκείνη φαίνεται πως κατάφερε και το «έσκασε» το κακόμοιρο το ζώο και μια μέρα στα καλά καθούμενα σύμφωνα με την εκδοχή της γιαγιάς Μέλπως ο γάιδαρος της επετέθη, ναι καλά διαβάσατε, της επετέθη και σαν να ήτανε σκύλος άρχισε να την δαγκώνει με τις δοντάρες του…Αν δεν επενέβαιναν οι γείτονες φοβάμαι πως η ζωή της θα τελείωνε εκεί! Την γλυτώσανε όμως και μετά από νοσηλεία ενός μήνα στο νοσοκομείο επέστρεψε στο σπίτι γιατρεμένη από τα τραύματα της. Ο παππούς μου είχε φροντίσει καλού- κακού να απομακρύνει τον γάιδαρο, νομίζω πως τον πούλησε σε άλλο χωριό, όπου δεν ήταν γνωστά τα «κατορθώματά» του. Σιγά-σιγά ξεχάστηκε και το απίστευτο περιστατικό, η γιαγιά Μέλπω συνέχισε ακάθεκτη την μουρμούρα της και η ζωή συνέχισε τον δρόμο της…
*****
Αρκετά χρόνια αργότερα ,η ίδια γιαγιά ξαναβρέθηκε να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο για άλλη αιτία. Και εκεί συνέχισε το αγαπημένο και μοναδικό της χόμπι…Γκρίνιαζε ακατάπαυστα με όλους και με όλα! Ο αγαπημένος μου παππούς είχε από καιρό προδοθεί από την καρδιά του και δεν ζούσε πια ,και εγώ την φρόντιζα και της κρατούσα συντροφιά. Μια από αυτές τις μέρες, μπήκα στο γραφείο των νοσηλευτών για να κάνω μια ερώτηση ρουτίνας .Ο μεσόκοπος νοσηλευτής σήκωσε αργά το κεφάλι του, με κοίταξε με μια σοβαρότητα που μάταια προσπαθούσε να κρύψει μια αγανάκτηση και μαζί και ένα γέλιο, και με άφησε άναυδη λέγοντάς μου: «Αυτή δεν είναι η γιαγιά που κάποτε προσπάθησε να την φάει ο γάιδαρος; Την θυμάμαι ακόμα και την θυμάμαι καλά! Κρίμα, μισή δουλειά έκανε τότε…Θα γλυτώναμε όλοι μια ώρα αρχίτερα ,και σεις και μεις!» Τότε σαν να θύμωσα λιγάκι με το θράσος του.. Τώρα,με μια άλλη διάθεση πια απλά το θυμάμαι χαμογελώντας και το διηγούμαι συχνά σαν μια απίστευτη και πολύ αστεία ιστορία, από αυτές που ενώ είναι πραγματικές λέμε πως ξεπερνάνε κάθε φαντασία…