The Oxford New Greek Dictionary Greek-English, English-Greek by Watts, Niki
The Oxford New Greek Dictionary Greek-English, English-Greek by Watts, Niki
The Oxford New Greek Dictionary Greek-English, English-Greek by Watts, Niki
vO
ω
780425>l222430
CD
CD
00
o
ΓΟ
cn
I
IV)
ΙΌ
IV)
CO
o
vn
O
vn
vO
vO
AMERICAN EDITION
Niki Watts
B
BERKLEY BOOKS, NEW YORK
THE BERKLEY PUBLISHING GROUP
Published by the Penguin Group
Penguin Group (USA) Inc.
375 Hudson Street, New York, New York 10014, USA
Penguin Group (Canada), 90 Eglinton Avenue East. Suite 700, Toronto, Ontario M4P 2Y3, Canada
(a division of Pearson Penguin Canada Inc.)
Penguin Books Ltd., 80 Strand, London WC2R 0RL, England
Penguin Group Ireland, 25 St. Stephen’s Green, Dublin 2, Ireland (a division of Penguin Books Ltd.)
Penguin Group (Australia), 250 Camberwell Road, Camberwell, Victoria 3124, Australia
(a division of Pearson Australia Group Pty. Ltd.)
Penguin Books India Pvt. Ltd., 11 Community Centre, Panchsheel Park. New Delhi—110 017, India
Penguin Group (NZ), 67 Apollo Drive, Rosedale, North Shore 0632, New Zealand
(a division of Pearson New Zealand Ltd.)
Penguin Books (South Africa) (Pty.) Ltd., 24 Sturdee Avenue, Rosebank, Johannesburg 2196,
South Africa
Penguin Books Ltd., Registered Offices: 80 Strand. London WC2R 0RL, England
PRINTING HISTORY
Berkley mass-market edition / July 2008
ISBN: 978-0-425-22243-0
BERKLEY®
Berkley Books are published by The Berkley Publishing Group,
a division of Penguin Group (USA) Inc.,
375 Hudson Street, New York, New York 10014.
BERKLEY is a registered trademark of Penguin Group (USA) Inc.
The “B” design is a trademark belonging to Penguin Group (USA) Inc.
10 987654321
If you purchased this book without a cover, you should be aware that this book is stolen property. It
was reported as “unsold and destroyed” to the publisher, and neither the author nor the publisher has
received any payment for this “stripped book.”
Contents
Acknowledgements iv
Pronunciation of Greek v
Abbreviations vli
Greek-Engiish Dictionary 1
English-Greek Dictionary 229
Acknowledgements
I am very grateful to Tina Lendari for reading the English to Greek section of
the dictionary and for her many helpful comments; to Quentin Watts for his
invaluable help with the Greek to English section; to Roger Green for agreeing
to allow material previously prepared by himself to be made available to me,
and to Frances Illingworth for her reading and editing of the final text.
I am greatly indebted to Richard Watts whose computing wizardry has made
many of the more dreary and repetitive tasks involved in the compilation of a
dictionary more tolerable.
For specific advice on particular areas of knowledge I wish to thank particularly
Yannakis Drousiotis, Maria Gavouneli, Aglaia Kasdagli, Tina Lendari, Anastasia
Markomihelaki-Mintza and Quentin Watts.
V
Pronunciation of Greek
Phonetic symbols
Letter Name of letter Sound Examples
Αα άλφα a as in another
Ββ βήτα V various
Γγ γάμα g if followed by a, o, ou gather
y if followed bye, i yes
Δδ δέλτα th there
Εε έψιλον e Helen
Ζζ ζήτα z zealous
ΗΠ ήτα i, e these
Θθ θήτα TH thin
Ιι γιώτα i, e these
Κκ κάττα c, k cake
Λλ λάμδα 1 law
Μμ Μ' m mummy
Νν V! n notice
Ξξ ξι X xenophobia
Οο όμικρον 0 opportunity
Ππ πι P pastor
Ρρ ρο r run
Σσς σίγμα s stare
Ττ ταυ t tomorrow
Υυ ύψιλον i. e these
Φφ φι f first
Χχ χι h Bach
Ψψ ψι PS corpse
Ωω ωμέγα 0 opportunity
There is one stress-accent in Modern Greek which fails on the vowe! of the syllable
that needs to be accentuated in speech, eg όχι, εγώ.
Pronunciation of Creek VI
The diaeresis is used over two vowels, ϊ, ϋ when either of the two follows another
vowel with which it ordinarily forms a diphthong to indicate that it is to be treated as a
separate vowel.
Diphthongs
When the following vowels appear next to each other, they form a diphthong, ie
they are pronounced as one letter unless the stress-accent falls on the first of the
two vowels or the second vowel is i, or u and it has a diaeresis, eg αϊ or εϋ in which
case the two vowels are treated as separate sounds.
Abbreviations
abbreviation abbr. military mil.
adjective(s) a. adjs. music mus.
adverb(s) adv(s). noun(s) Φ).
administration admin. nautical naut.
aeronautics aeron. proprietary term P.
American Amer. pejorative pej.
anatomy anat. philosophy phil.
archaeology archaeol. photography photo.
architecture arch it. plural Pi-
astrology astr. politics pot.
definite article art. def. possessive pass.
indefinite article art.indef. past participle p.p.
motorcar auto. prefix pref.
auxiliary aux. preposition(s) prep(s).
biology biol. present participle pres.p.
botany bot. pronoun pron.
commerce comm. relative pronoun pron. rel.
conjunction(s) conj(s). psychology psych.
cookery culin. past tense p.t.
Cyprus cy: railway rail.
electricity electr. religion relig.
et cetera etc. singular s.
feminine f- school schol.
familiar fam. slang si.
figurative fig. someone s.o.
geography geog. something sthg.
geology geol. technical techn.
grammar gram. theatrical theatr.
humorous hum. television TV
interjection(s) int(s). typography typ.
invariable invar. university univ.
legal, law jurid. auxiliary verb v.aux.
language long. intransitive verb v.i.
masculine m. transitive verb v.t.
medicine med.
VIII
Συντομογραφίες
Abbreviations
αεροπορία αεροπ. κάποιος, κάποια κπ
αθλητικά αθλ. κάτι κτ
άκλιτο άκλ. λαϊκός λαϊκ.
αμερικανικός αμερ. λόγιος λόγ.
ανατομία, ανατ. μαγειρική μαγ.
ανατομικός μαθηματικά μαθημ.
αντωνυμία αντων. μεταφορικά, μεταφ.
απρόσωπος απρόσ. μεταφορικός
αρκτικόλεξο αρκτ. μηχανική μηχ·
αρχαιολογία αρχαιολ. μουσική μουσ.
αρχαίος αρχ· ναυτικός ναυτ.
αρχιτεκτονική αρχιτ. νομικά νομ.
αστρολογία αστρολ. οικονομία οικον.
αυτοκίνητο αυτοκ. πανεπιστήμιο πανεπ.
βλέπε βλ. πληθυντικός πληθ.
βιολογία βιολ. πολιτικά πολιτ.
βοτανική, βοτ. πρόθεμα πρόθεμ.
βοτανικός πρόθεση πρόθ.
γεωλογία γεωλ. ρήμα, αμετάβατο ρ.αμτβ.
γεωφραφία γεωγρ. ρήμα, μεταβατικό ρ.μτβ.
γραμματική γραμμ. ρήμα, μεταβατικό ρ.μτβ.Ι
δεικτικό μόριο δεικτ. μόρ. και αμετάβατο αμτβ.
διοίκηση διοίκ. σιδηρόδρομος σιδηρ.
εκκλησιαστικός εκκλ. στρατιωτικός στρ.
εμπόριο, εμπ. σύνδεσμος σύνδ.
εμπορικός συντομογραφία συντ.
επίθετο επίθ. σχολείο σχολ.
επίρρημα επίρρ. τεχνικός, τεχν.
επιφώμημα επιφώμ. τεχνολογία
ηλεκτρισμός ηλεκτρ. τυπογραφία, τ υπογρ.
ηλεκτρονικοί Η/Υ τυπογραφικός
υπολογιστές υβριστικά υβρ.
θέατρο θέατρ. φυσική φυσ.
θρησκεία θρησκ. χημεία χημ·
ιατρική ιατρ. χρηματιστήριο χρπμ-
καθομιλουμένη καθομ. ψυχολογία ψυχ.
Αα
αβαείο (το) abbey αγαπητός επίθ dear
άβακας (ο) abacus αγαπ|ώ ρ μτβ love, (ερωτεύομαι) be
άβαθος επίθ shallow in love with, (μ ' αρέσει) be fond
αβαρής επίθ weightless of. όπως ~άς suit yourself
αβάς (ο) abbot αγγαρεία (η) drudgery, (άχαρη
αβάσιμος επίθ baseless. απασχόληση) chore
(αθεμελίωτος) unfounded. αγγείο (το) pot. (ανατ) vessel
(αστήρικτος) groundless αγγειοπλάστης (ο) potter
αβάφτιστος επίθ not christened αγγειοπλαστική (η) pottery
άβγαλτος επίθ inexperienced αγγελία (η) announcement, (σε
αβγ|ό (το) egg. (ψαριών και εφημερίδα) advert
αμφιβίων) (τα) spawn αγγελικός επίθ angelic
αβγοθήκη (η) egg-cup αγγελιοφόρος (ο) messenger
αβγολέμονο (το) egg and lemon άγγελος (ο) angel
sauce άγγιγμα (το) touch
αβγοτάραχο (το) roe
αγγίζω ρ μτβ touch, (ασχολούμαι)
αβέβαιος επίθ uncertain. touch upon, (θίγω) hurt
(αμφίβολος) doubtful
Αγγλία (η) England
αβεβαιότητα (η) uncertainty.
(αμφιβολία) suspense, (αοριστία) Αγγλίδα (η) Englishwoman
ambiguity αγγλικ|ά (τα) English. ~ή (η)
αβίαστ|ος επίθ unhurried, leisurely. English, ^ός επίθ English
(αυθόρμητος) unaffected, ^α αγγλο- πρόθεμ Anglo-
επίρρ leisurely Άγγλος (ο) Englishman
αβλαβής επίθ harmless, (αθώος) Αγγλοσάξονος (ο) Anglo-Saxon
innocuous, (σώος) unhurt αγγουράκι (το) gherkin
αβοήθητος επίθ unaided αγγούρι (το) cucumber
άβολος επίθ inconvenient. αγγουροντομάτα (η) cucumber
(άνθρωπος) difficult to get on and tomato salad
with, (δύσκολος στη χρήση)
αγελάδα (η) cow
unwieldy, (χωρίς άνεση)
uncomfortable αγελαίος επίθ gregarious
άβουλος επίθ undecided, (χωρίς αγέλη (η) (βόδια, ελέφαντες) herd.
βούληση) weak-willed (σκυλιά, λύκοι) pack
άβυσσος (η) abyss αγένεια (η) rudeness
αγαθά (τα) goods αγενής επίθ rude, discourteous.
αγαθός επίθ good, (αφελής) simple- (χωρίς ευγενικούς τρόπους) bad-
minded mannered
αγαλλιάζω ρ αμτβ exult αγέραστος επίθ not aged, (πάντα
ακμαίος) ageless
άγαλμα (το) statue
αγαλματένιος επίθ statuesque αγέρωχος επίθ gallant, (αλαζόνας)
haughty
άγαμος επίθ unmarried
άγευστος επίθ tasteless
αγανάκτηση (η) indignation
αγανακτώ ρ αμτβ be indignant Αγία Γραφή (η) Scriptures
αγάπη (η) love, (στοργή) fondness αγιάζω ρ μτβ bless. · ρ αμτβ become
a saint
αγαπημένος επίθ darling.
(προτιμώμενος) favourite. ~ (ο) αγιασμός (ο) holy water
sweetheart αγιόκλημα (το) honeysuckle
άγιος I αγωνίζομαι 2
Bβ
γίνεται it’s no good just sighing
αχαμνό (τα) groin
αχανής επίθ immense
αχαρακτήριστος επίθ outrageous
αχαριστία {η) ingratitude
αχάριστος επίθ ungrateful. βαβουίνος (o) baboon
{ανιαρός) thankless βαβυλωνία (η) bedlam
άχαρος επίθ ungainly, {ρούχα) drab βάγια1 {η) (wet) nurse
αχθοφόρος (ο) porter (for luggage) βάγια2 {τα) palm branches
αχιβάδα {η) clam βαγόνι (το) {σιδηρ) carriage,
αχίλλειος επίθ of Achilles βαδίζω ρ αμτβ step, {με μεγάλες
βάδισμα | βαρύς 36
Δδ
σχολείο) ΡΕ
γύμνια (η) nudity
γυμναστής (ο), ~ίστρια (η) nudist
γυμνός επίθ (άνθρωπος) naked.
(ακάλυπτος) bare
γυμνοσάλιαγκας (ο) slug δα μόριο όχι no way!, (me
γυμνόστηθος επίθ topless 0kplhch) you don’t say! είναι τόσο
γυμνώνω ρ μτβ undress, (μεταφ) *« it’s just this small, τώρα *« just
strip now
γυναίκα (η) woman, (σύζυγος) wife δαγκάνα (η) (κάβουρα) claw.
(αστακού) pincers
γυναικάς (ο) womanizer
δάγκωμα (το) bite
γυναικείος επίθ feminine, (που
ταιριάζει σε γυναίκα) woman’s δαγκώνω ρμτβ bite
γυναικολ|ογία (η) gynaecology. δάδα (η) torch
*«όγος (ο, η) gynaecologist δαίμονας (ο) demon, (άνθρωπος)
fiend
γυναικόπαιδα (τα) women and
children δαιμονίζω ρ μτβ infuriate
γύπας (ο) vulture δαιμονικό|ς επίθ fiendish. *« (το)
evil spirit
γυρεύ|ω ρ μτβ seek, (ζητώ) ask for.
πάω '«όντας be looking for δαιμόνιο|ς επίθ resourceful. ~ (το)
demon, (ευφυΐα) genius
trouble
δάκρυ (το) tear
γύρη (η) pollen
δακρύζω ρ αμτβ shed tears
γυρίζω ρ μτβ turn, (οφειλόμενα)
return, (περιστρέφω) rotate.
δακτυλίδι (το) βλ δαχτυλίδι
(ταινία) shoot. · ρ αμτβ δακτυλικό|ς επίθ finger. ~
(επιστρέφω) return, (αλλάζω αποτύπωμα (το) finger-print
στάση) shift, (περιφέρω) go round. δακτύλιος (ο) ring, (δρόμος) ring
(περιφέρομαι) wander road
γυρίνος (ο) tadpole δακτυλογράφος (ο, η) typist
γύρισμα (το) turn, (ταινίας) δακτυλογραφώ ρ μτβ/p αμτβ type
shooting δάκτυλος (ο) finger, (ποίηση) dactyl
δαλτωνισμός | δέλτα 48
Εε
δυσμένεια (η) disgrace
δυσμενής επίθ unfavourable.
(ανεπιθύμητος) adverse
δύσμορφος επίθ malformed
δυσνόητος επίθ abstruse
δυσοίωνος επίθ inauspicious
δυσοσμία (η) bad smell ε! επιφών hey!
δύσοσμος επίθ foul smelling εάν σύνδ if
εαυτ|ός (ο) αντων self, ο ~ός μου
δυσπεψία (η) indigestion
myself, ο *~ός σου yourself
δυσπιστία (η) mistrust
έβγα (το) άκλ point of exit
δύσπιστος επίθ incredulous εβδομάδα (η) week
δυσπιστώ ρ μτβ mistrust, distrust εβδομαδιαίος επίθ weekly
δύστροπος επίθ fractious εβδομήντα επίθ άκλ seventy
δυστύχημα (το) accident έβδομος επίθ seventh
δυστυχ|ία (η) unhappiness. έβενος (ο) ebony
^ισμένος επίθ unhappy εβραϊκά (τα) Hebrew
δύστυχος επίθ (κακότυχος) poor εβραϊκός επίθ Jewish, Hebrew
δυστυχά>ς επίρρ unfortunately, Εβραίος (ο) Jew
regrettably έγγαμος επίθ married
δυσφημά) ρ μτβ denigrate εγγίζω ρ μτβ touch
δυσφήμηση (η) defamation εγγλέζικος επίθ βλ αγγλικός
δυσφορία (η) malaise εγγονή (η) granddaughter
δυσχεραίνω ρ μτβ make difficult. εγγόνι (το) grandchild
(εμποδίζω) impede εγγονός (ο) grandson
δυσχέρεια (η) difficulty, (στην εγγραφή (η) registration, (σε
ομιλία) impediment πανεπιστήμιο) matriculation, (σε
δυσωδία (η) stink σχολείο) enrolment
δύτης (ο) diver (underwater) έγγραφο (το) document
δυτικ|ός επίθ west, (άνεμος) εγγράφω ρ μτβ register, (σε
westerly, (αντιλήψεις) western. σχολείο) enrol
59 εγγύηση | εθελοντής
εγγύηση (η) warranty, guarantee. απέχει από απολαύσεις) abstemious
(για δάνειο) security. (για εγκρίνω ρ μτβ/ρ αμτβ approve.
προστασία) safeguard, (δικαστική) (επίσημα) sanction, (τυπικά)
bail rubber-stamp
εγγυ|ητής (ο), ~ήτρια (η) έγκριση (η) approval, (επικύρωση)
guarantor endorsement, (επίσημη) sanction
εγγύς επίθ close. Ε~ Ανατολή (η) εγκύκλιος (ή) circular
Near East εγκυκλοπαίδεια (η) encyclopedia
εγγυ|ώμαι (~ούμαι) ρμτβ/αμτβ εγκυμοσύνη (η) pregnancy
vouch for, guarantee, (νομ) stand έγκυος επίθ pregnant
bail έγκυρος επίθ authoritative, (με
εγείρω ρ μτβ raise (question), (νομ) νομική ισχύ) valid
institute (legal action) εγκώμιο (το) eulogy
έγερση (η) awakening, (σήκωμα) έγνοια (η) preoccupation.
raising (σκοτούρα) concern
εγκαθίσταμαι ρ αμτβ settle (live). εγχείρημα (το) venture, (απόπειρα)
• ρ μτβ take up (occupy) attempt
εγκαθιστώ ρ μτβ establish. εγχείρηση (η) (ιατρ) operation,
(τοποθετώ) install εγχειρίδιο (το) manual
εγκαίνια (τα) inauguration εγχειρίζω ρ μτβ operate on
εγκαινιάζω ρ μτβ inaugurate έγχρωμ|ος επίθ coloured. ~η
εγκαινίαση (η) formatting (a disc) τηλεόραση (ή) colour TV
έγκαιρος επίθ timely έγχυση (η) infusion, (ιατρ) drip
εγκάρδιος επίθ (άνθρωπος) warm. εγχώριος επίθ (αγοράt) home.
(σχέσεις) cordial (ιθαγενής) native, (προϊόντα)
εγκάρσιος επίθ transverse domestic
εγκαρτέρηση (η) resignation εγώ1 αντων I
έγκατα (τα) depths εγώ2 (το) ego
εγκαταλειμμένος επίθ deserted. εγωισμός (ο) ego(t)ism, selfishness.
(παρατημένος) abandoned (περηφάνια) vanity, (φιλοτιμία) self
εγκαταλείπω ρ μτβ desert, (αφήνω) respect
leave, (έλεγχο) relinquish. εγω|ιστής (ο), ~ίστρια (η)
(παραιτούμαι) abandon, (σύζυγο) ego(t)ist
walk out on εγωιστικός επίθ selfish
εγκατάσταση (η) installation, (μηχ) εδάφιο (το) verse (of Bible), (νομ)
fitting, (μόνιμη κατοικία) residence section, clause
έγκαυμα (το) burn έδαφος (το) (γεωγρ) terrain, (γη)
έγκειται ρ αμτβ απρόσ lies, rests ground, (χώμα) soil, (χώρας)
εγκέφαλος (ο) brain, (μεταφ) territory
mastermind έδρα (η) (επιχείρησης)
εγκλείω ρ μτβ encase, (σε φυλακή) headquarters, (ιατρ) anus.
incarcerate (κάθισμα) seat, (σε πανεπιστήμιο)
έγκλημα (το) crime chair
εγκληματίας (ο, η) criminal εδραιώνω ρ μρβ consolidate
εγκληματικός επίθ criminal εδρεύω ρ αμτβ have headquarters
εγκλιματίζω ρ μτβ acclimatize εδώ επίρρ here. ~ κι εκεί here and
εγκοπή (η) groove, (για νόμισμα) there. ~ κοντά close by. από
slot, (σε σχήμα V) notch και πέρα from now on
εγκόσμιος επίθ worldly εδώλιο (το) (νομ) dock,
εγκράτεια (η) temperance. εθελοντικός επίθ voluntary
(συγκράτηση) self-restraint εθελ|οντής (ο), ~όντρια (η)
εγκρατής επίθ temperate, (που volunteer
έθιμο I εισαγωγικά 60
εχθρός (ο) enemy, (ζώου ή φυτού) ζαχαρωτ|ός επίθ sugary. <—ό (το)
pest sweet. «— ά (τα) confectionery
εχθρότητα (η) animosity. (εχθρική ζέβρα (η) zebra
διάθεση) hostility ζελατίνη (η) gelatine, (από ψάρια ή
έχιδνα (η) viper κρέας) aspic
έχ|ω ρ μτβ have, (ιδέες, ελπίδες) ζελέ (το) άκλ jelly, (καλλυντικό) gel
entertain, (κρατώ) hold, (είμαι ζεματ|ίζω ρ μτβ scald, '-ιστός επίθ
ιδιοκτήτης) own. τι '—εις; what’s piping hot
wrong with you; ζεμπίλι (το) soft wicker basket
(ε)ψές επίρρ last night ζενίθ (το) άκλ zenith
έως επίρρ until, up to ζέρσεϊ (το) άκλ jersey
ζέση (η) ardour (enthusiasm)
Ζζ.
ζεσταίν|ω ρ μτβ (θερμαίνω) heat
up. (μεταδίδω θερμότητα) warm
up. · ρ αμτβ warm (up). ^ομαι ρ
αμτβ be or feel hot
ζεστασιά (η) warmth
ζεστός επίθ warm
ζαβολιά (η) (σε παιχνίδι) cheating.
*-ές (οι) (παιδιά) mischief ζευγαράκι (το) pair of lovers
ζαβός επίθ crooked, (ανάποδος) ζευγάρι (το) pair, (άντρας και
contrary γυναίκα) couple, (ζώα) team
ζευγαρώνω ρ μτβ pair. · ρ αμτβ
ζακέτα (η) jacket, (πλεκτή) cardigan
mate
ζαλάδα (η) βλ ζάλη
ζεύγος (το) pair, couple
ζάλη (η) daze, (ίλιγγος) dizziness
ζεύω ρ μτβ (βόδια) yoke, (άλογα)
ζαλίζ|ω ρ μτβ daze, (σκοτίζω) harness
pester, (χτύπημα) stun. *-ομαΐ ρ
ζέφυρος (ο) west wind
αμτβ feel giddy, (σε ταξίδι) get sick
ζηλεύω ρ μτβ envy. · ρ αμτβ be
ζαμπόν (το) άκλ ham
jealous
ζάντα (η) rim (of wheel)
ζήλια (η) jealousy, (φθόνος) envy
ζάπλουτος επίθ loaded, very rich
ζηλιάρης επίθ jealous
ζάρα (η) wrinkle, (σε ύφασμα) crease
ζήλος (ο) zeal
ζάρι (το) dice άκλ
ζηλότυπος επίθ possessive
ζαρκάδι (το) roe (deer)
ζηλ|ωτής (ο), '-ώτρια (η) zealot
ζαρντινιέρα (η) window-box
ζημιά, ζημία (η) damage, (απώλεια)
ζαρτιέρα (η) suspender belt loss
ζάρωμα (το) shrinkage ζημιώνω ρ μτβ damage. · ρ αμτβ
ζαρωματιά (η) crinkle suffer a loss
ζαρωμένος επίθ wizened ζην (το) κερδίζω τα προς το *—
ζαρώνω ρ μτβ crease, crinkle. earn one’s livelihood, make a
• ρ αμτβ wrinkle, (ελαττώνομαι) living
shrivel, (από φόβο) cower, (από ζήτημα (το) matter
κρύο) huddle up ζήτηση (η) quest, (αγοραστική
ζαφείρι (το) sapphire διάθεση) demand
ζαφορά (η) saffron ζητιανεύω ρ μτβΐρ αμτβ beg
ζάχαρη (η) sugar ζητιάν|ος (ο), *-α (η) beggar
ζαχαριέρα (η) sugar-bowl ζήτω επιφών hurrah, hurray
ζαχαρίνη (η) saccharin ζητώ ρ μτβ ask, request, (αναζητώ)
ζαχαροκάλαμο (το) sugar cane look for. (απαιτώ) claim.
ζαχαροπλαστείο (το) patisserie (ζητιανεύω) beg. (πληροφορίες)
ζαχαρώνω ρ μτβ sugar, sprinkle ask for
sugar on ζητωκραυγάζω ρμτβ/αμτβ cheer.
83 ζιβάγκο I ζωύφια
(επευφημώ) applaud ζωγραφικ|ός επίθ painting. **«»ός
ζιβάγκο (το) άκλ polo-neck πίνακας (ο) painting, ~ή (η)
ζιζάνιο (το) weed painting (art)
ζιζανιοκτόνο (το) weed-killer ζωγράφος (ο, η) painter, artist
ζιρκόνιο (το) zircon ζωδιακός επίθ κύκλος (ο)
ζόρι (το) force, (δυσκολία) difficulty. zodiac
με το ~ by force ζωή (η) life, (τρόπος διαβίωσης)
ζορί|ζω ρ μτβ force, (πιέζω) press, lifestyle
'■«ζομαι ρ αμτβ find it heavy ζωηράδα (η) liveliness
going, (οικονομικά) be hard up ζωηρεύω ρ μτβ jazz up. · ρ αμτβ
ζόρι|κος επίθ dodgy, awkward. perk up
^σμα (το) pushing, pressure ζωηρός επίθ lively, (άνθρωπος)
ζούγκλα (η) jungle vivacious, (εντυπώσεις) vivid.
(παιδί) naughty, (περπάτημα) brisk.
ζουζουνίζω ρ αμτβ hum
(συζήτηση) heated, (τρόπος)
ζουλώ ρ μτβ squeeze sprightly, (χρώμα) bright
ζουμάρω ρ αμτβ zoom (photo) ζωηρότητα (η) liveliness.
ζουμερός επίθ juicy, (επικερδής) (εντυπώσεως) vividness.
lucrative, (που έχει ουσία) (συμπεριφοράς) vivacity, (τρόπου)
meaningful, (φρούτο) succulent animation
ζουμί (το) juice, (κρέατος) broth. ζωικός επίθ animal
(ουσία) gist, (υλικό όφελος) dough ζωμός (ο) broth, (κρέατος) stock
ζουρλομανδύας (ο) strait-jacket ζωνάρι (το) sash, belt
ζουρλός επίθ loony ζώνη (η) belt, (ελαστική) girdle.
ζοφερός επίθ dark, (μεταφ) gloomy (περιοχή) zone, (φούστας ή
ζοχαδιακός επίθ shirty (λαϊκ) πανταλονιού) waistband
ζυγαριά (η) scales, balance ζωντανεύω ρ μτβ pep up.
ζυγίζω ρ μτβ/ρ αμτβ weigh. (απεικονίζω) animate, (ζωογονώ)
(εκτιμώ) weigh up. (υπολογίζω εκ liven up. · ρ αμτβ revive
των προτέρων) gauge ζωντάνια (η) vivacity
ζυγός1 επίθ even (number) ζωνταν|ό (το) animal. —ά (τα)
ζυγός2 (ο) yoke, (ζυγαριά) balance livestock
Ζυγός3 (ο) (αστρολ) Libra, ζωνταν|ός επίθ alive, (καλιόδιο)
ζυγώνω ρ αμτβ come near, live, (παραστατικός) animated.
approach (ραδιόφωνο, TV) live, σαν ^ός
lifelike, (οι) '«οί (the) living
ζύθος (ο) (λόγ) beer
ζωντόβολο (το) beast, (μεταφ)
ζυμάρι (το) dough
blockhead
ζυμαρικά (τα) pasta
ζωντοχήρ|ος (ο), ~α (η) divorcee
ζύμη (η) pastry, (για ψωμί) dough
ζώο (το) animal, (του σπιτιού) pet
ζύμωμα (το) kneading
ζωογονώ ρ μτβ give life to
ζυμών|ω ρ μτβ knead, (πηλό) work.
ζωολογία (η) zoology
^ομαί ρ αμτβ ferment
ζωολογικός επίθ zoological. ^
ζύμωση (η) fermentation, (ψωμιού)
κήπος (ο) zoo
kneading
ζωοτροφή (η) fodder
ζω ρ αμτβ live, (επιζητόλ) live
ζωοτομία (η) vivisection
through, (συντηρούμαι) live on. να
ζήσεις, να ζήσετε (γενέθλια) ζωόφιλος επίθ animal loving. ~
many happy returns, (γάμο) best (ο) animal lover
wishes (may you live long) ζωστήρας (ο) sash
ζωγραφιά (η) picture ζωτικός επίθ vital, essential
ζωγραφίζω ρ μτβ/ρ αμτβ paint ζωτικότητα (η) vitality
(in art) ζωύφια (τα) vermin
η I ημιπολύτιμος 84
Κκ
καζίνο (το) casino
καζούρα (η) teasing
καημένο|ς επίθ poor (miserable), ο
ς the poor man. to «*! the poor
thing!
κ. συντ {κύριος, κυρία) Mr, Mrs, Ms. καημός (o) heartache, (μεταφ)
κ.κ. συντ {κύριοι) Messrs yearning
Κα συντ {κυρία) Mrs, Ms καθαγιάζω ρ μτβ consecrate,
κ.ά. συντ {και άλλα) and others sanctify
κάβα {η) wine cellar, {χαρτιά) bank καθαγίαση (η) consecration
93 καθαίρεση | κάθομαι
καθαίρεση (η) (αξιώματος) καθελκύω ρ μτβ launch (ship)
cashiering. (κληρικού) καθεμιά βλ καθένας
dethronement καθένας αντων each, (από δύο)
καθαρεύουσα (η) katharevousa, either, (οποιοσδήποτε) anyone
purist Greek καθεξής επίρρ και ούτω ~ and so
καθαρίζω ρ μ τ/i clean. (αφαφώ on and so forth
ξένες ουσίες) purify. (αφαιρώ τη καθεστώς (το) regime
φλούδα) peel. (διευκρινίζω) clear καθετήρας (o) catheter
up, clarify. (πιάτο φαγητό) polish
καθετί αντων everything
off. (πουλί τα φτερά του) preen.
κάθετος επίθ perpendicular,
(σκοτώνω) do in. (τακτοποιώ
vertical. (η) perpendicular
λογαριασμό) settle up with, settle
the score with, (φασολάκι) string. · καθέτως επίρρ vertically
ρ αμτβ clean, (καιρός) clear up καθηγητής (ο) teacher,
καθαριότητα (η) cleanliness schoolmaster (secondary),
(ιδιαίτερου μαθήματος) tutor.
καθάρισμα (το) cleaning
(πανεπιστημίου) professor
καθαριστήρ|ας (ο) (του παρμπρίζ)
καθηγήτρια (η) teacher,
windscreen wiper, ^ιο (το) dry
schoolmistress (secondary)
cleaner’s
καθήκον (το) duty
καθαρ|ιστής (ο), ~ίστρια (η)
cleaner καθηλώνω ρ μτβ rivet
καθοριστικό (το) cleaning agent καθημερινή (η) weekday
κάθαρμα (το) scum καθημεριν|ός επίθ daily, everyday,
^ά (τα) everyday clothes. ~0
καθαρμός (ο) purification
επίρρ daily
καθαρόαιμος επίθ full-blooded. καθησυχάζω ρ μτβ reassure.
(άλογο) thoroughbred, (ζώο)
(ανησυχίες) allay
pedigree
καθησύχαση (η) reassurance
καθαρογράφω ρ μτβ write up.
καθησυχαστικός επίθ soothing
(αντιγράφω) copy
καθιερώνω ρ μτβ institute, (κύρος)
καθαρολόγος (ο, η) purist
establish
καθαρ|ός επίθ clean, (αγνός) pure.
καθίζηση (η) subsidence
(αίθριος) clear, (γράψιμο) neat.
(εικόνα) sharp, (εισόδημα) net. καθίζω ρ μτβίαμτβ sit
Κ~ά Δευτέρα (πρώτη μέρα καθίκι (το) chamber-pot
της Σαρακοστής) (η) (the καθισι|ά (η) sitting, (το)
equivalent of Ash Wednesday), ^ά idleness
επίρρ cleanly, clearly, distinctly κάθισμα (το) seat
κάθαρση (η) purge καθιστικό|ς επίθ sedentary. ~ (το)
καθάρσιο (το) laxative living-room
καθαρτήριο (το) purgatory καθιστώ ρ μτβ render, (διορίζω)
καθαρτικό|ς επίθ cleansing. ~ (το) appoint
laxative καθοδήγηση (η) guidance
καθαυτό επίθ in the full meaning of καθοδηγώ ρ μτβ guide
the word κάθοδος (η) descent
κάθε αντων άκλ every. ~ άλλο far καθολικό (το) (λογιστικό βιβλίο)
from it. ~ τόσο every now and ledger
again. ***» φορά every time, to ^ καθολικός επίθ catholic. ~ (ο)
τι everything Catholic
καθεδρικός επίθ of a cathedral. ~ καθόλου επίρρ (γενικά) on the
ναός (o) cathedral whole, (διόλου) not at all. έχετε
κάθειρξη (η) incarceration ~ κρασί; have you any wine?
καθέκαστα (τα) details (of an event) κάθομαι ρ αμτβ be seated, (είμαι
καθέλκυση (η) launch άνεργος) be out of work.
καθομιλουμένη | κακομεταχειρίζομαι 94
Αλ
seize
κυριολεκτικός επίθ literal
κυριολεξία (η) full sense
κύριος επίθ main, (εξουσιαστής)
master, (ιδιοκτήτης) owner.
(πρωτεύων) primary, chief.
(σπουδαιότερος) principal λάβα (η) lava
κύριος (ο) Mr. (άντρας ευγενικός) λάβαρο (το) standard, flag
gentleman, (αφεντικό) master λαβή (η) grip, (μαχαιριού) handle.
κυρίως επίρρ mainly, chiefly. (ξίφους) hilt, (στο πάλαιμα) arm
(πρώτιστα) principally. lock, (μεταφ) cause
(προπαντός) primarily λαβράκι (το) sea bass, (μεταφ)
κύρος (το) weight, (νομ) validity scoop (news)
κυρτό|ς επίθ convex. «*τητα (η) λαβύρινθος (ο) labyrinth.
curvature, (δρόμου, (πολύπλοκο οικοδόμημα) maze
καταστρώματος) camber λαβωματιά (η) (καθομ) wound
κύρωση (η) ratification, (τιμωρία) λαβώνω ρ μτβ (καθομ) wound
115 λ.χ. | λάστιχο
λ.χ. συντ (λόγου χάρη) for instance λαλιά (η) (λαϊκ) voice, (ομιλία)
λαγκάδι (το) glen speech
λαγκαδιά (η) βλ λαγκάδι λάμα (η) blade, (ζώο) llama
λαγνεία (η) lust λαμαρίνα (η) sheet metal
λάγνος επίθ lustful, lascivious λαμβάνω ρ μτ/? receive. ^ χώρα
λαγοκοιμάμαι ρ αμτβ doze take place
λαγάνες (οι) loins λάμπα (η) lamp
λαγός (ο) hare λαμπάδα (η) large candle
λαγωνικό (το) greyhound, (μεταφ) λαμπερός επίθ bright, (μάτια)
sleuth shining
λαδερός επίθ oily λαμποκοπώ ρ αμτβ glisten
λαδής επίθ olive (colour) λαμπρ|ός επίθ brilliant, (εμφάνιση)
λάδι (το) oil. (ελαιόλαδο) olive oil resplendent, (έξοχος) splendid.
λαδόξιδο (το) vinaigrette sauce Λ‘—ή (η) Easter
λαδομπογιά (η) oil paint λαμπρότητα (η) brilliance
λαδόχαρτο (το) grease-proof paper λαμπτήρας (ο) (ηλεκτρ) bulb
λάδωμα (το) oiling λαμπυρίζω ρ αμτβ shimmer
λαδώνω ρ μτβ oil. (μεταφ) grease λάμπω ρ αμτβ glow, (ήλιος) shine.
(s. ο. '.S' palm) (στο σκοτάδι) glow, (χρυσάφι)
λάθος (το) mistake, (απροσεξία) glitter, (μεταφ) excel, shine, (από
error, (σφάλμα) fault, κατά ~ χαρά) beam
mistakenly, κάνω ~ be wrong λάμψη (η) glow, (στα μάτια) glint.
λαθραίος επίθ clandestine (illicit), (του ήλιου) glare, (μεταφ) brilliance
(εμπορεύματα) smuggled, (μεταφ) λανθάνων επίθ latent
surreptitious λανθασμένος επίθ mistaken.
λαθρεμπόριο (το) smuggling (εσφαλμένος) erroneous, (όχι
λαθρέμπορος (ο) smuggler σωστός) wrong
λαθρεπιβάτες (ο), ~ις (η) λανσάρω ρ μτβ launch (new
stowaway product)
λαθροθηρώ ρ μτβ poach λαξεύω ρ μτβ carve
λαθροθήρας (ο) poacher λαογραφία (η) folklore
λαϊκ|ός επίθ popular, (κοινός) λαός (ο) people (citizens)
common, (μη κληρικός) lay. οί λαούτο (το) lute
(οι) laity λαρδί (το) lard
λαίλαπα (η) hurricane λάρυγγας (ο) larynx
λαιμαργία (η) greed, (για φαί) λαρύγγι (το) βλ λάρυγγας
gluttony λαρυγγίτιδα (η) laryngitis
λαίμαργος επίθ greedy, (που τρώει λασκάρω ρ μτβ (μηχ) slacken
υπερβολικά) gluttonous
λάσο (το) lasso
λαιμητόμος (η) guillotine
λασπερός επίθ slushy
λαιμός (ο) throat, (μπουκαλιού)
λάσπη (η) mud
neck
λασπολογία (η) mud slinging
λάκα (η) setting-lotion (for hair)
λασπονέρι (το) slush
λακές (ο) page (in hotel).
(δουλοπρεπής) lackey λασπωμένος επίθ muddy, (φαί)
λακκάκι (το) (στο μάγουλο) dimple soggy
λάκκος (ο) pit. (βόθρος) cesspit, λαστιχάκι (το) rubber band
cesspool λαστιχένιος επίθ rubber, (σώμα)
λακκούβα (η) pot-hole supple
λακωνικός επίθ terse, (απάντηση) λάστιχο (το) rubber, (αυτοκινήτου)
laconic tyre, (σφεντόνα) sling
λατέρνα | λεπτό 116
λατέρνα (η) barrel organ λειαντικός επίθ abrasive
λατιν«κ|ός επίθ Latin. (τα) λέιζερ επίθ άκλ laser
Latin λείος επίθ smooth
λατομείο (το) quarry λείπ|ω ρ αμτβ be away, (απουσιάζω)
λατρεία (η) worship, (σε πρόσωπο) be absent, (ελλείπω) be missing.
adoration (παραλείπω) fail, μου έλειψες
λατρεύω ρ μτβ worship, (πρόσωπο) πολύ I missed you a lot
adore λειτούργημα (το) office (function)
λάτρ|ης (ο), ~ις (η) devotee, (αυτός λειτουργία (η) function, (εκκλ)
που υπεραγαπά) enthusiast liturgy, (μηχ) operation, εκτός
λάφυρ|ο (το) booty, ^α (τα) spoils ς out of order
λαχανάκι (το) ~α Βρυξελών (τα) λειτουργικός επίθ operational.
Brussels sprouts (που εκτελεί τη λειτουργία του)
λαχανιάζω ρ αμτβ pant. functional
(κοντανασαίνω) be out of breath λειτουργώ ρ αμτβ work, (δουλεύω)
λαχανιασμένος επίθ out of breath function, (εκκλ) officiate, (μηχ)
λαχανίδα (η) greens operate
λαχανικά (ra) vegetables λειχήνα (77) lichen
λάχανο (το) type of cabbage λείψανο (το) remains (dead body),
(εκκλ) relic
λαχανόκηπος (o) kitchen garden
λειψυδρία (η) drought
λαχείο (το) lottery, (όπου
κληρώνονται δώρα) raffle, (μεταφ) λεκάνη (η) (ανατ) pelvis.
windfall (αποχωρητηρίου) bowl, (γεωγρ)
basin, (για νίψιμο) wash basin
λαχτάρα (η) longing, (για λιχουδιές)
craving, (πόθος) yearning. λεκενοπέδιο (το) (γεωγρ) basin
(συγκίνηση) strong emotion. λεκές (ο) stain
(φόβος) fright λεκιάζω ρ μτβ!αμτβ stain
λαχταριστός επίθ quivering. λέκτορας (ο) lecturer
(ελκυστικός) tempting λεμβοδρομία (77) (boat) race
λαχταρώ ρ μτβ long for. λέμβος (/7) (λόγ) boat
(λιχουδεύομαι) crave for. (ποθώ) λεμονάδα (η) lemonade
yearn for. (σπαράζω) quiver
λεμόνι (το) lemon
λέαινα (η) lioness
λεμονιά (η) lemon tree
λεβάντα (η) lavender
λεμονίτα (77) lemon drink
λεβέντης (ο) fine-looking young
man λεμονόφλουδα (77) lemon rind
λέξη (η) word, ^του συρμού
λεβεντιά (η) (παλικαριά) gallantry.
buzzword
(παράστημα) fine looks.
(συμπεριφορά) generosity λεξικό (το) dictionary
λέβητας (ο) boiler λεξικογραφία (77) lexicography
λεγεώνα (η) legion λεξιλόγιο (το) vocabulary
λέγ|ω ρ μτβ βλ Κέω. ^ομαι ραμτβ λέοντας (ο) βλ λιοντάρι
be called, ^εται it is said λεοπάρδαλη (η) leopard
λεζάντα (η) caption λέπι (το) scale (of fish)
λεηλασία (η) looting. λεπίδα (η) blade
(λαφυραγωγία) pillage λέπρα (η) leprosy
λεηλατώ ρ μτβ loot, (κατακλέβω) λεπρός (ο) leper
plunder, (λαφυραγωγώ) pillage, λεπταίνω ρ μτβ thin. · ρ αμτβ taper
ransack λεπτεπίλεπτος επίθ delicate
λεία (//) loot, (βορά) prey λεπτό (το) (για την ώρα) minute.
λειαίνω ρ μτβ smooth (κέρμα, υποδιαίρεση του ευρώ) cent
117
λεπτοδείκτης | λίθος
λεπτοδείκτης (ο) minute hand ληστεία (η) robbery
λεπτοκαμωμένος επίθ dainty ληστεύω ρ μτβ rob
λεπτολόγος επίθ meticulous ληστής (ο) robber, (μέλος
λεπτολογώ ρ αμτβ quibble συμμορίας) bandit
λεπτομέρεια (η) detail λήψη (η) (παραλαβή) receipt.
λεπτομερής επίθ detailed (ραδιοφώνου) reception, (τροφής)
λεπτός επίθ thin. (ειρωνεία) subtle. intake, (φωτογραφίας) taking
0κομψός) slender. (σωματικά) slim. λιάζομαι ρ αμτβ sun o.s., bask
(τρόποι) polished, (μεταφ) fine λιακάδα (η) sunshine
λεπτότητα (η) slimness. (<ειρωνείας) λιανικός επίθ retail
subtlety. (συμπεριφοράς) delicacy. λιανοπωλητής (ο) retailer
(τρόπων) refinement
λιβάδι (το) pasture
λέρα (η) grime
λιβανέζικος επίθ Lebanese
λερώνοί ρ μτβ dirty, {μεταφ)
blacken Λιβανέζ|ος (ο), ^α (η) Lebanese
λεσβία (η) lesbian λιβάνι (το) incense
Λέσβος (η) Lesbos Λίβανος (ο) Lebanon
λέσχη (η) club λιβελλούλη (η) dragon-fly
λεύκα (η) poplar λιβελογραφώ ρ μτβ libel
λευκαίνω ρ μτβ bleach λίβελος (ο) libel
λευκαντικό (το) bleach λιβρέα (η) livery
λευκοπλάστης (ο) sticking-plaster λιβυακός επίθ Libyan
λευκός επίθ white, (χαρτί) blank. Λιβύη (η) Libya
**- (ο) white (person) Λίβυ|ος (ο), *«α (η) Libyan
Λευκωσία (η) Nicosia λίγδα (η) lard. (ακαθαρσία) grime
λευκότητα (η) whiteness λιγνός επίθ thin
λευκόχρυσος (ο) platinum λίγ}ο επίρρ a little. <νθ (το) bit. ^α
λεύκωμα (το) scrap-book. ^α in dribs and drabs, —ο ««o a
(συλλογή) album little at a time. πολύ more or
λευτεριά (η) βλ ελευθερία less, παρά *»»o nearly
λευχαιμία (η) leukaemia λιγοθυμώ ρ αμτβ βλ λιποθυμώ
λεφτά (τα) money λιγομίλητος επίθ taciturn
λέ|ω ρ μτβΐρ αμτβ say. (πληροφορώ) λίγος επίθ (αριθμός) few. (σε
tell, (μιλώ) utter, πώς σε «*»νε; ποσότητα) little, (χρόνος) short
what is your name? τι —ς! I say! λιγοστεύω ρ μτβ cut down. · ρ
λέων (ο) (λόγ) lion, (άστρολ) Leo αμτβ dwindle
λεωφορ|είο (το) bus. —ειολωρίδα λιγοστός επίθ scant, (ελπίδες)
(η) bus lane slender, (προσπάθειες) meagre
λεωφόρος (η) avenue λΐγότερ|ος επίθ (σε αριθμό) fewer.
λήγω ρ αμτβ end. (ισχύς) expire. (σε ποσότητα) less. επίρρ less
(οικονομικά) fall due λιγούρα (η) faintness (from hunger)
ληθαργικός επίθ lethargic λιγόψυχος επίθ faint-hearted
λήθη (η) oblivion λιγοψυχώ ρ αμτβ lose one’s nerve
λημέρι (το) (ζώου) den. (μεταφ) λιθάρι (το) stone
haunt λιθοβολώ ρ μτβ stone
λήξη (η) expiry λιθογραφία (η) lithograph
ληξιαρχείο (το) registry office λιθοδομή (η) stonework
ληξίαρχος (ο) registrar λιθοξόος (ο) stonework
λησμονιά (η) oblivion λιθοξόος (ο) stonemason
λησμονώ ρ μτβ!αμτβ forget λίθος (ο) stone
λιθόστρωτος | λογοπαίγνιο 118
Μμ
(ταχυδακτυλουργός) magician
μαγουλάδες (οί) mumps
μάγουλο (το) cheek
Μάγχη (η) English Channel
μάδημα (το) plucking, (μεταφ)
μα σύνδ but. μόριο by. το Θεό by fleecing
God
μαδώ ρ μτβ (πουλί) pluck, (μεταφ)
μαγαζί (το) shop fleece. · ρ αμτβ moult
μαγγάνιο (το) manganese μαεστρία (η) mastery
μαγεία (η) magic, (γοητεία) μαέστρος (ο) (μουσ) conductor.
enchantment, (μάγεμα) spell (μεταφ) (past) master
μάγειρας (ο), μαγείρισσα (η) cook μάζα (η) mass
μαγειρείο (το) cookhouse, (σε
μάζεμα (το) gathering, (από την
πλοίο) galley
αστυνομία) roundup, (συλλογή)
μαγείρεμα (το) cooking picking, (συρρίκνωση) shrinking
μαγειρεύω ρ μτβ cook, (στον ατμό) μαζεύ|ω ρ μτβ gather, (αστυνομία)
steam, (στο φούρνο) roast, (μεταφ)
round up. (κάνω συλλογή) collect.
fiddle, cook
(λουλούδια) pick, (πληροφορίες)
μαγειρικ|ός επίθ culinary, ^ή (η) pick up. (σκόνη) collect, (χρήματα)
cookery amass. · ρ αμτβ shrink, ^ομαι ρ
μαγειρίτσα (η) special soup dish αμτβ (από φόβο) cringe, (ζαρώνω)
served at Easter crouch, (συγκεντρώνομαι) pile up
μάγεμα (το) magic μαζί επίρρ together, έλα μου
μαγεμένος επίθ spellbound come with me
μαγευτικός επίθ enchanting μαζικ|ός επ/^mass. ~ή
μαγεύω ρ μτβ bewitch, (γοητεύω) παραγωγή (η) mass production
enchant μαζούτ (το) άκλ fuel oil
μαγιά (η) yeast μαζοχ|ιστής (ο), ~ίστρια (η)
μάγια (τα) witchcraft, (μάγεμα) spell masochist
μαγικός επίθ magic Μάης (ο) βλ Μάιος
μαγιό (το) άκλ swimming costume. μαθαίνω ρ μτβ learn, (διδάσκω)
(ανδρικό) trunks teach, (ευκαιριακά) pick up.
μαγιονέζα (η) mayonnaise (πληροφορούμαι) hear, (συνηθίζω)
μάγισσα (η) witch get used to
121 μαθεύομαι | μανίκι
μαθεύομαι ρ αμτβ become known μακρινός επίθ distant, (περίπατος)
μάθημα (το) lesson long, (χώρα) faraway, (χωριό)
μαθηματικά (τα) mathematics remote
μαθηματικός επίθ mathematical. μακροζωία (η) longevity
"·* (ο, η) mathematician μακροπρόθεσμος επίθ long-term.
μάθηση (η) learning (πρόβλεψη) long-range
μαθητεία (η) apprenticeship μακροπροθέσμως επίρρ in the
long run
μαθητευόμενος (ο) learner.
(αρχάριος) novice, (σε τέχνη) μάκρος (το) length (of doth)
apprentice μακρόστενος επίθ long and
narrow
μαθητεύω ρ αμτβ apprentice
μακρύς επίθ long
μαθητής (ο) pupil, (διδασκόμενος)
learner, (οπαδός) disciple, (σε Μαλαισία (η) Malaysia
σχολείο) schoolboy μαλαισιανός επίθ Malay
μαθήτρια (η) pupil, (διδασκόμενη) μαλάκιο (το) mollusc
learner, (σε σχολείο) schoolgirl μαλακ|ός επίθ soft, με το ^ό take
μαία (η) (λόγ) midwife it easy. ~ά επίρρ softly
μαιευτική (η) obstetrics μαλακτικό|ς επίθ emollient. «■<* (το)
emollient, (ρούχων) softener
μαιευτήριο (το) maternity hospital
μαλακώνω ρ μτβ soften.
μαϊμού (η) monkey (καταπραΰνω) placate. · ρ αμτβ
μαίνομαι ρ αμτβ (είμαι έξω φρενών) mellow
rave, (θύελλα) rage μάλαμα (το) gold
μαϊντανός (ο) parsley μαλθακός επίθ soft, (κορμί) flabby
Μάιος (ο) May μάλιστα επίρρ yes, certainly
μακάβριος επίθ macabre. μαλλί (το) wool, (προβάτου) fleece
(φρικιαστικός) grisly μαλλιά (τα) hair (on head)
μακάρι επίρρ if only, I wish, (έστω μαλλιαρός επίθ hairy, (ζώο) shaggy
και) even if μάλλινος επίθ woollen
μακαρίζω ρμτβ think of as μάλλον επίρρ rather
fortunate Μάλτα (η) Malta
μακάριος (επίθ) blissful, (εκκλ) μάλωμα (το) scolding
blessed μαλώνω ρ μτβ scold, tell off. · ρ
μακαριότητα (η) bliss αμτβ quarrel
μακαρίτ|ης (ο), '-ισσα (η) late, μαμά (η) mummy, mum
deceased μαμή (η) midwife
μακαρόνια (τα) macaroni μάνα (η) mother
μακαρονάδα (η) dish of macaroni μανάβ|ης (ο) greengrocer. ^iko
μακαρόνι (το) macaroni (το) greengrocer’s shop
Μακεδονία (η) Macedonia μάνατζερ (ο) άκλ manager
μακελειό (το) carnage μανδαρίνος (ο) mandarin
μακέτα (η) artwork μανδύας (ο) cloak
μακιγιάζ (το) άκλ make-up μανεκέν (το) άκλ fashion model
μακιγιάρ|ω ρ μ τβ make up. ~ομαι μανία (η) mania, (οργή) rage.
ρ αμτβ put on make-up (περαστική) fad, craze
μακραίνω ρ μτβ lengthen. μανιακός (ο) maniac
(παρατείνω) protract. · ρ αμτβ μανιβέλα (η) crank
grow longer, (απομακρύνομαι) μάνικα (η) (garden) hose
move away, (μεταφ) drag on μανικέτι (το) cuff
μακριά επίρρ far. από — from a μανικετόκουμπο (το) cuff link
distance μανίκι (το) sleeve
μανικιούρ | μασουλίζω 122
μόνο επίρρ only. · σύνδ but μορφή (η) form, (εμφάνιση) look
μονογαμία (η) monogamy μορφίνη (η) morphine
μονόγραμμα (το) monogram μορφωμένος επίθ educated
μονογραφώ ρμτβ initial μορφώνω ρ μτβ educate
μονόδρομος επίθ one-way μόρφωση (η) education
μονοετής επίθ one-year old. μοσχάρι (το) calf
(διάρκειας) of one year μοσχαρίσιος επίθ veal
μονοήμερος επίθ of one day μόσχευμα (το) cutting (of plant),
μονοθεϊσμός (o) monotheism (ιατρ) graft
μονοκατοικία (η) detached house μοσχοβολώ ρ αμτβ be fragrant
μονόκερως (o) unicorn μοσχοκάρυδο (το) nutmeg. **
μονόκλινος επίθ single (room) (φλούδα) mace (spice)
μονόλογος (ο) monologue μοσχομπίζελο (το) sweet pea
μονομαχία (η) duel μόσχος (ο) musk
μονομάχος (ο) gladiator μοτέλ (το) άκλ motel
μονομελής επίθ one-membered μοτέρ (το) άκλ motor
μοτίβο (το) motif
μονομερής επίθ unilateral
μότο (το) άκλ motto
μονομιάς επίρρ all at once
μοτοσικλέτα (η) motor cycle
μονοξείδιο (το) monoxide
μου αντων my. ένας φίλος ** a
μονοπάτι (το) path, (για ιππασία) friend of mine
bridle-path, (για πεζούς) footpath.
μουγκανίζω ρ αμτβ moo
(σε δάσος) trail
μουγκός επίθ dumb
μονόπλευρος επίθ one-sided
μουγκρητό (το) roar, (πόνου) groan
μονοπώλιο (το) monopoly
μουγκρίζω ρ αμτβ roar, (μεταφ)
μονοπωλώ ρ μτβ monopolize groan
μονός επίθ single (not double), μουδιάζω ρ αμτβ go numb
(αριθμός) odd
μούδιασμα (το) pins and needles.
μόνος επίθ alone, (μοναδικός) only. (μεταφ) numbness
~ μου by oneself
μουδιασμένος επίθ numb
μονοσύλλαβος επίθ monosyllabic
μουλάρι (το) mule
μονοτονία (η) monotony
μουλιάζω ρ αμτβ soak
μονότονος επίθ monotonous. μούμια (η) mummy (body)
(ανιαρός) dreary
μουντζαλιά (η) smudge
μονόφθαλμος επίθ one-eyed
μουντζαλώνω ρμτβ/ρ αμτβ
μονοφωνικός επίθ mono (not smudge
stereo)
μουντζούρα (η) smut
μονόχρωμος επίθ monochrome
μουντζουρωμένος επίθ smutty
μονοψήφιος επίθ single-digit
μουντός επίθ dull, (πληκτικός) drab
μοντγκόμερι (το) άκλ duffle-coat μούρη (η) mug, face
μοντέλο (το) model μουρλός επίθ crazy
μοντέρνος επίθ modern μουρμούρα (η) grumbling
μονωδία (η) (μουσ) solo μουρμουρητό (το) murmuring.
μονώνω ρ μτβ insulate (γκρίνια) muttering
μονώροφος επίθ one-storey μουρμουρίζω ρμτβΐρ αμτβ
μόνωση (η) insulation murmur, (γκρινιάζω) mutter
μόριο (το) speck, (γραμμ) particle. μουρμούρισμα (το) murmur
(χημ) molecule μούρο (το) berry
μορφάζω ρ αμτβ grimace μουρούνα (η) cod
μορφασμός (ο) grimace μουρουνόλαδο (το) cod-liver oil
131 μούσα | μπεζ
μούσα (η) muse μπακλαβάς (ο) sweet made of
μουσακάς (ο) moussaka layers of filo pastry and ground
μουσαμάς (ο) tarpaulin, (σε almonds
κατασκήνωση) groundsheet μπάλα1 (η) (foot)ball
μουσείο (το) museum μπάλα2 (η) (εμπορευμάτων) bale
μουσελίνα (η) muslin μπαλάντα (η) ballad
μούσι (το) goatee μπαλαντέρ (ο) άκλ joker
μουσική (η) music μπαλαρίνα (η) ballerina
μουσικοσυνθέτης (ο) composer μπαλέτο (το) ballet
μουσικός επίθ musical. ^ (ο, η) μπαλίτσα (η) pellet
musician μπαλκόνι (το) balcony
μούσκεμα (το) soaking μπαλκονόπορτα (η) French
μουσκεμένος επίθ soaking. window
(έδαφος) soggy μπαλόνι (το) balloon
μουσκεύω ρ μτβ soak. · ρ αμτβ get μπαλτάς (ο) hatchet
soaked μπάλωμα (το) patch
μουσούδα (η) snout μπαλώνω ρ μτβ patch, (μεταφ)
μουσουλμάνος (ο), ~α (η) patch up
Muslim μπαμ! επιφών bang!
μουστάκι (το) moustache, (γάτας) μπάμια (η) okra
whiskers μπαμπάς (ο) daddy, dad
μουστάρδα (η) mustard μπαμπούλας (ο) bogy
μούστος (ο) must μπαμπού (το) άκλ bamboo
μουσώνας (ο) monsoon μπανάνα (η) banana
μούτρ|ο (το) face, (μεταφ) rogue. μπανγκαλόου (το) άκλ bungalow
κάνω ~α sulk μπανιέρα (η) bath tub
μουτρωμένος επίθ sulky μπανιερό (το) swimsuit
μούχλα (η) mould μπάνιο (το) bath, (δωμάτιο)
μουχλιάζω ρ αμτβ grow mouldy bathroom, (στη θάλασσα) bathe
μοχαίρ (το) άκλ mohair μπάντα (η) (στρ) band
μοχθηρ|ία (η) wickedness. *«ός μπάντζο (το) άκλ banjo
επίθ wicked μπαούλο (το) trunk (box)
μόχθος (ο) toil μπαρ (το) άκλ bar
μοχθώ ρ αμτβ toil, (καθομ) slog μπαράζ (το) άκλ barrage
μόχλευση (η) leverage μπάρμαν (ο) άκλ barman
μοχλός (ο) lever μπάρμπας (ο) λαϊκ uncle
μττα επιφών why! really! μπαρμπούνι (το) red mullet
μτταγαττόντης (ο) vagabond μπαρόκ επίθ άκλ baroque
μπαγιάτικος επίθ stale μπαρούτι (το) gunpowder
μπαγκέτα (η) (μουσ) baton μπάσιμο (το) shrinkage
μπάζα (η) packet, profit μπάσκετ (το) άκλ basketball
μπάζα (τα) rubble μπασμένος επίθ versed
μπαίνω ρ αμτβ go in, enter. μπαστούνι (το) walking stick, ^α
(απρόσκλητος) barge in. (τα) spades (cards)
(απρόσκλητος σε πάρτι) gate¬ μπαταρία (η) battery
crash. (ρούχα) shrink, (στο νόημα) μπατζάκι (το) trouser leg
click μπάτης (ο) sea breeze
μπακάλ|ης (ο), ^ισσα (η) grocer μπάτσος (ο) cuff, blow
μπακαλιάρος (ο) hake άκλ μπαχαρικό (το) spice
μπακάλικο (το) grocery μπεζ επίθ άκλ beige
μπέικον | μπουμπούκι 132
Ππ
πάθηση (η) complaint, illness
παθητικός επίθ passive
παθιασμένος επίθ impassioned
παθολογ|ία (η) pathology. ~ικός
επίθ compulsive
παγάκι (το) ice cube παθολόγος (ο, η) (γιατρός) general
παγανιστικός επίθ pagan practitioner
παγερός επίθ frosty πάθος (το) pathos, (εντομή
παγετός (ο) frost επιθυμία) passion
παγετώνας (ο) glacier παίγνιο (το) plaything
παγίδα (η) trap. (θηλειά) snare. παιδαγωγικός επίθ pedagogic
(μεταφ) pitfall παιδάκι (το) small child
παγιδεύω ρ μτβ trap παιδάκι (το) rib
πάγιος επίθ fixed παίδαρέλι (το) chit, small child
παιδαριώδης | πανικόβλητος 148
Σσ
σαλπάρω ρ αμτβ put to sea
σάλπιγγα (η) trumpet, (ανατ) tube.
(στρ) bugle
σαλτάρω ρ αμτβ leap
σάλτο (το) leap
σαβάνα (η) savanna σάλτσα (η) sauce
σάβανο (το) shroud σαμάρι (το) packsaddle
Σάββατο (το) Saturday σαματάς (ο) racket, din
σαββατοκύριακο (το) weekend σαμουά (το) άκλ chamois
σαβούρα (η) junk. (ναυτ) ballast σαμπάνια (η) champagne
σαγηνεύω ρ μτβ allure σαμποτ|άζ (το) άκλ sabotage.
σαγήνη (η) allure ^άρω ρ μτβ sabotage
σαγόνι (το) jaw σαμπουάν (το) άκλ shampoo
σαμπρέλα (η) inner tube
σαδισμός (ο) sadism
σάμπως επίρρ as if. (πιθανώς)
σαδ|ιστής (ο) ~ίστρια (η) sadist. possibly
πιστικός επίθ sadistic
σαν σύνδ when. · μόρ like, as. ^ να
σαΐνι (το) hawk (bird). (μεταφ) as though. ~ να έχεις δίκιο you
sharp-witted person may be right
σαΐτα (η) shuttle σανατόριο (το) sanatorium
σάκα (η) satchel σανίδα (η) plank.
σακάκι (το) jacket (man's) Λ*σνόουμπορντ (η) snowboard
σακατεύω ρ μτβ maim σανίδι (το) board, plank
σακάτ|ης (ο), ~ισσα (η) cripple σανιδόσκαλα (η) gangway
σακί (το) sack σανός (ο) hay
σακίδιο (το) rucksack, haversack. σαντιγί (η) άκλ whipped cream
(για ποδήλατο ή άλογο) saddlebag σάντουιτς (το) άκλ sandwich
σάκος (ο) sack σαξόφωνο (το) saxophone
σακούλα (η) bag. ~ες (οι) bags Σαουδική Αραβία (η) Saudi Arabia
(under eyes) σάουνα (το) άκλ sauna
σακουλάκι (το) sachet σαπίζω ρμτβ/ρ αμτβ rot. (δόντι)
σακούλι (το) βλ σακούλα decay, (πτώμα) putrefy
σακουλιάζω ρ μτβ bag. · ρ αμτβ sag σάπιος επίθ rotten
σάπισμα (το) rot. (<5οντζοό) decay
σακουλιασμένος επίθ baggy
σαπουνάδα (η) soapy water
σαλάμι (το) salami
σαπούνι (το) soap
σαλάτα (η) salad
σαπουνίζω ρ μτβ soap
σαλάχι (το) skate άκλ
σαπουνόπερα (η) soap opera
σαλέ (το) άκλ chalet σαπουνόφουσκα (η) soap bubble
σαλεύω ρ μτβ stir. · ρ αμτβ move σάπφειρος (ο) sapphire
σάλι (το) shawl σαπωνοποιία (το) soap
σαλιάρα (η) bib manufacture
177 σάρα | σεμνός
σάρα (η) η ^ και η μάρα riff-raff σβήνω ρ μτβ put out. (ανάμνηση)
σαράβαλο (το) wreck. (αυτοκ) blot out. (γράψιμο) erase, rub out.
jalopy (δίψα) quench, (κερί) snuff.
σαράκι (το) woodworm. (μεταφ) (τσιγάρο) stub out. (φως, TV)
grief switch off, turn off. (φωτιά)
Σαρακοστή (η) Lent extinguish. · ρ αμτβ go out.
(ενθουσιασμός) fizzle out.
σαράντα επίθ forty
(εξαφανίζομαι) die out. (κερί) blow
σαραντάμερο (το) Advent out. (κινητήρας) stall, (φωνή) tail
σαρανταττοδαρούσα (η) off. (φως, ήχος) fade
centipede σβηστός επίθ switched off. (φωνή)
σαρανταριά (η) about forty (in feeble
number) σβόλος (o) clod, (σε υγρό) lump
σαρδέλα (η) sardine σβούρα (η) spinning top
σαρδόνιος επίθ sardonic σγουρός επίθ curly
σάρκα (η) flesh σε1 πρόθ (κίνηση) to. (στάση) in, at.
σαρκασ|μός (ο) sarcasm. ~τικός (τρόπος, σχέση, χρόνος) in
επίθ sarcastic σε2 αντων you
σαρκικός επίθ carnal σέβας (το) respect
σαρκοβόρος επίθ carnivorous σεβάσμιος επίθ venerable
σαρκοφάγος (ο) sarcophagus σεβασμός (ο) respect, (επιθυμίας
σαρκώδης επίθ fleshy άλλου) deference
σάρπα (η) stole, shawl σεβαστός επίθ august, (ποσό
σαρώνω ρ μτβ sweep, (ραντάρ, Η. χρημάτων) tidy
Ϋ) scan, (μεταφ) sweep the board σέβομαι ρ μτβ respect, (πολύ)
σας αντων you, yours revere
σασί (το) άκλ chassis σεζλόνγκ (η) άκλ deck chair
σαστίζω ρ μτβ perplex. · ρ αμτβ be σειρά (η) series, (ακολουθία)
taken aback sequence, (γραμμή) row.
σαστισμένος επίθ perplexed. (επισκέψεων) round, (θέση) turn.
(συγχυσμένος) bewildered (μαθημάτων) course, (προϊόντων)
range
σατανάς (ο) Satan
σειρήνα (η) siren, (εργοστασίου)
σατανικός επίθ satanic
hooter
σατέν (το) άκλ satin
σεισμός (ο) earthquake
σάτιρα (η) satire
σεΐχης (ο) sheikh
σατιρίζω ρ μτβ satirize σείω ρ μτβ shake, (ουρά) wag
σατιρικός επίθ satirical σέκτα (η) sect
σατράπ|ης (ο), ^ισσα (η) tyrant σέλα (η) saddle
σάτυρος (ο) Satyr, (ασελγής) lecher σελέμης (ο) bum, hanger-on
σαύρα (η) lizard σελήνη (η) moon
σαφάρι (το) safari σεληνια|κός επίθ lunar, '-σμός
σαφράνι (το) saffron (ο) epilepsy
σαφήνεια (η) plainness σεληνόφωτο|ς επίθ moonlit. ~
σαφ|ής επίθ plain, (ευκρινής) clear. (το) moonlight
~ώς επίρρ plainly, clearly σελίδα (η) page
σαχλαμάρ|α (η) idiocy. ~ας (ο) σελίνι (το) shilling
loudmouth, ^ες (οι) nonsense σέλινο (το) celery
σαχλός επίθ soppy σελώνω ρ μτβ saddle
σβάρνα (η) harrow σεμινάριο (το) seminar
σβέλτος επίθ nimble, (γρήγορος) σεμνό|ς επίθ demure, (κοπέλα)
nippy maidenly, (μετριόφρονας) modest.
σβέρκος (ο) neck «#τητα (η) modesty
σεμνότυφος | σιδερένιος 178
Ττ
ταλέντο (το) talent, (ικανότητα)
aptitude
τάλιρο (το) five drachma coin
ταλκ (το) άκλ talcum powder
τάμα (το) offering (to God or a saint)
τα άρθρο πληθ the ταμείο (το) pay desk, (για εισιτήριά)
ταβάνι (το) ceiling booking office, (θέατρ) box office.
(ίδρυμά) fund, (οργανισμού)
ταβέρνα (η) tavern treasury, (τραπέζης) cashier
ταβερνιάρης (ο) publican Τάμεσης (o) Thames
τάβλι (το) backgammon
ταμίας (o) cashier, (οργανισμού)
ταγάρι (το) handwoven shoulder treasurer, (σε τράπεζα) teller
bag
ταμιευτήριο (το) savings bank
ταγέρ (το) άκλ (woman’s) suit ταμπάκος (o) snuff
ταγκός επίθ rancid
ταμπλό (το) (πίνακας ) painting,
τάγμα (το) battalion picture (αυτοκινήτου) dashboard
ταγματάρχης (ο) major ταμπόν (το) άκλ tampon, (ιατρ)
τάδε αντων άκλ such and such, (για swab
άνθρωπο) so-and-so ταμπού (το) άκλ taboo
τάζω ρμτβ promise, (εκκλ) make ταμπούρλο (το) drum
a vow
τανάλια (η) pincers
τάίζω ρμτβ feed
τανκ (το) άκλ (στρ) tank
ταϊλανδέζικος επίθ Thai
τάξη (η) (αίθουσα) classroom.
Ταϊλάνδη (η) Thailand (κοινωνική) class, (μαθητές) form,
ταινία (η) tape, (κινηματογραφική) grade, (σειρά) order, (στρ) array.
film, (αμερ) movie (τακτοποίηση) neatness
ταίρι (το) match, (σύντροφος) mate ταξί (το) άκλ taxi
ταιριάζω ρ μτβ match. · ρ αμτβ ταξιαρχία (η) brigade
become, (συμβιβάζομαι) hit it off. ταξίαρχος (ο) brigadier
(συνδυάζομαι) go with
ταξιδεύω ρ αμτβ travel
ταιριαστός επίθ well-matched
ταξίδι (το) journey, (θαλασσινό)
τάκος (ο) chock
voyage, (μακρινό και δύσκολο)
τακούνι (το) heel (of shoe) trek, (σε ποτάμι) crossing.
τακτ (το) άκλ tact (σύντομο, με επιστροφή) trip, ^α
τακτική (η) tactics (τα) travel, καλό bon voyage
τακτικ|ός επίθ tactical. ταξιδιώτ|ης (ο), ^ισσα (η)
(επαναλαμβανόμενος) regular. traveller
(σταθερός) steady. επίρρ ταξιδιωτικός επίθ travel. ->»ή
regularly επιταγή (//) traveller’s cheque
τακτικότητα (η) regularity ταξιθέτ|ης (ο) usher, ^ρια (η)
τακτοποίηση (η) arrangement usherette
τακτοποιώ ρ μτβ settle, (ρυθμίζω) ταξίμετρο (το) taxi meter
arrange ταξινόμηση (η) classification
ταλαιπωρία (η) hardship ταξινομώ/?//reclassify, (ανάλογα
ταλαίπωρος επίθ poor, wretched με μέγεθος) size, (σε ζεύγη) pair off
ταλαιπωρώ ρ μτβ try, put through ταξιτζής (ο) taxi driver
hardship τάξος (η) yew
ταλαντεύ|ω ρ μτβ sway, (αιωρώ) τάπα (η) plug (stopper)
dangle, ^ομαι ρ αμτβ oscillate. ταπεινός επίθ humble, (από
(μεταφ) waver καταγωγή) low. (πρόστυχος) mean
ταλαντούχος επίθ talented ταπεινοφροσύνη (η) humility
195 ταπεινώνω | τελειωτικός
ταπεινώνω μ μτβ humiliate. τάχα επίρρ as if
(:προσβάλλω) snub ταχεία (η) express (train)
ταπείνωση (η) humiliation ταχίνι (το) sesame seed dip, tahini
ταπετσαρία (η) upholstery, (τοίχου) ταχυδακτυλουργία (η) conjuring
wallpaper trick. ~ός (o) conjuror.
ταπετσάρω ρ μτβ upholster (θαυματοποιός) magician
ταπετσιέρης (ο) upholsterer ταχυδρομείο (το) (κατάστημα) post
office, (υπηρεσία) post
ταπισερί (το) tapestry
ταχυδρομικός επίθ postal
ταραγμένος επίθ agitated, (καιρός)
ταχυδρόμος (ο) postman
turbulent
ταχυδρομώ ρ μτβ post
ταράζω ρ μτβ disturb, (καταστρέφω
ταχυμεταφορ|ά (η) fast delivery,
τη γαλήνη κπ) unsettle, (προκαλώ
υπηρεσία ~ών (οι) courier
σύγχυση) upset
service
ταραμοσαλάτα (η) taramosalata ταχύμετρο (το) speedometer
(fish roe)
ταχύρυθμος επίθ fast moving
τάρανδος (ο) reindeer ταχύς επίθ rapid, (γίνεται σύντομα)
ταράσσω ρ μτβ βλ ταράζω prompt
ταράτσα (η) terrace ταχύτητα (η) speed, (αυτοκ) gear.
ταραχή (η) turbulence, (ανακάτωμα) (ενέργειας) promptness, (κίνησης)
stir, (συγκίνηση) upset. (φασαρία) velocity
tumult, (ψυχική ανησυχία) ταψί (το) baking tin
trepidation τέζα επίθ άκλ stretched (out).
ταραχοποιός (ο) troublemaker έμεινε he kicked the bucket
ταρίχευση (η) taxidermy, (νεκρών) τεθωρακισμένες επίθ armoured.
embalmment ~o (το) armoured vehicle
ταριχεύω ρ μτβ stuff, (νεκρούς) τείνω ρ μτβ stretch out. · ρ αμτβ
embalm tend. να be apt to
τάρτα (η) tart τέιον (το) αρχ tea
τάρταρα (τα) Hades τείχος (το) (city) wall
ταρταρούγα (η) tortoiseshell τεκμήριο (το) proof, (νομ) exhibit
τασάκι (το) ashtray τεκμηρίωση (η) documentation
τάση (η) tendency, (ηλεκτρ) voltage. τέκνο (το) αρχ child
(μηχ) tension, (τέντωμα) stretching τεκνοποίηση (η) procreation
τατουάζ (το) άκλ tattoo τέκτονας (ο) mason, (μασόνος)
ταυρομαχία (η) bullfight freemason
ταυρομάχος (ο) bullfighter τεκτονικός επίθ Masonic
τελεί|α (η) full stop, (αμερ) period,
ταύρος (ο) bull
άνω ~α (η) semicolon, δύο ^ες
ταυτίζ|ω equate. ~ομαι με ρ αμτβ
(οι) colon
be equated with
τελειοποιώ ρ μτβ perfect
ταύτιση (η) equation τέλειος επίθ perfect
ταυτολογία (η) tautology τελείως επίρρ perfectly. (εντεΛώς)
ταυτόσημος επίθ synonymous. completely. ~ ξύπνιος wide
(όμοιος) identical awake
ταυτότητα (η) identity, (δελτίο) τελειότητα (η) perfection
identity card τελειόφοιτος επίθ (σχολ) senior
ταυτόχρονος επίθ simultaneous τελειώνω ρμτβ/αμτβ finish.
ταφή (η) burial (περατώνω) end. · ρ αμτβ
ταφόπετρα (η) gravestone (εξαντλούμαι) run out. (πεθαίνω)
τάφος (ο) grave, (μεγάλος) vault. be finished, (περατόυνομαι) be over
(μνημείο) tomb τελειωτικός επίθ final. ~ά επίρρ
τάφρος (η) moat finally
τέλεξ I τετραγωνισμός 196
τέλεξ (το) άκλ telex outstretched. ^ σχοινί (το)
τελεσίγραφο (το) ultimatum tightrope
τελετάρχης (ο) marshal τεντώνω ρ μτβ stretch. τ' αυτιά
τελετή (η) function, (εκκλ) prick one’s ears up
ceremony τέρας (το) monster, (έκτρωμα) freak
τελετουργία (η) ritual τεράστιος επίθ enormous, huge.
τελετουργικός επίθ ritual (διαστάσεις) stupendous, (δύναμη)
τελευταίος επίθ final, (πρόσφατος) prodigious, (σε βαθμό) tremendous
latest, (σε σειρά) latter, (στο τέλος) τερατόμορφος επίθ hideous
last, ^α επίρρ lately, τώρα ^α τερατούργημα (το) monstrosity
of late, ~ως επίρρ latterly τερατώδης επίθ monstrous.
τελεφερίκ (το) άκλ cable railway. (αποτροπιαστικός) preposterous
(για σκι) ski lift
τερετίζω ρ αμτβ twitter
τέλη (τα) dues
τερέτισμα (το) twitter
τελικ|ός επίθ final, (ενδεχόμενος)
τερηδόνα (;/) caries
eventual, ο —ός κυπέλλου the
Cup final. — ές εξετάσεις (οι) τέρμα (το) end. (αγώνες) winning
finals, ^α επίρρ finally, eventually post, (εστία ομάδας) goalpost.
(λεωφορείου) terminal.
τέλμα (το) quagmire
(ποδόσφαιρο) goal
τέλος1 (το) duty (tax)
τερματίζω ρ μτβ terminate. · ρ αμτβ
τέλο|ς2 (το) end. (πέρας) ending. finish
(χρονικής περιόδου) close. ~ς
πάντων anyway, μέχρι ^υς to τερματικό (το) (computer) terminal
the bitter end τερματισμός (ο) termination
τελώ pμτβ perform, (εκκλ) τερματοφύλακας (ο) goalkeeper
celebrate τερπνό|ς επίθ pleasant, το ~ν
τελωνειακός επίθ (of) customs. ^ μετά του ωφελίμου business
υπάλληλος (o) customs officer with pleasure
τελωνείο (το) customs τέρψη (η) enjoyment, (διασκέδαση)
τελώνιο (το) genie amusement
τέμνω ρ μτβ intersect τεσσαροκοστό|ς επίθ fortieth. ~
τεμπέλης επίθ lazy, idle. ~ (ο) idler (το) fortieth
τεμπελιά (η) idleness, laziness. τεσσαρακοστός επίθ fortieth
(νωθρότητα) indolence τέσσερα (το) άκλ four
τεμπελιάζω ρ αμτβ laze. τέσσερις επίθ άκλ four
(αργόσχολος) idle τεσσεράμισι επίθ άκλ four and a
τεμπελχανάς (ο) lazybones half
τέμπερα (η) distemper (paint) τεστ (το) άκλ test
τέμπο (το) άκλ tempo τεταμένος επίθ tense, (σχέσεις)
τενεκεδένιος επίθ tinny strained
τενεκεδούπολη (η) shanty town τέτανος (ο) tetanus
τενεκές (ο) tin plate, (δοχείο) tin Τετάρτη (η) Wednesday
pot. (μεταφ) ignoramus τέταρτο|ς επίθ fourth. ~ (το)
τενεκετσής (ο) tinsmith quarter
τένις (το) άκλ tennis τετελεσμένος επίθ finished
τένοντας (ο) tendon τέτοι|ος αντων such, ^α
τενόρος (ο) tenor πράγματα this sort of thing
τέντα (η) tent, (ήλιου) sunshade. τετραγωνίζω ρ μτβ square
(μαγαζιού) awning τετραγωνικός επίθ square,
τέντωμα (το) stretching, (σκοινιού) ρίζα (η) square root, ^ό μέτρο
tension (το) square metre
τεντωμένο|ς επίθ taut, (χέρι) τετραγωνισμός (ο) grid (on map)
197 τετράγωνος | τηλεπάθεια
τετράγωνος επίθ square. ^ (το) τέως επίθ late (former)
square
τζάγκουαρ (το) άκλ jaguar
τετράδα (η) foursome τζαζ (η) άκλ jazz
τετράδιο (το) exercise book τζάκι (το) fireplace, (μεταφ) well-
τετράδιπλος επίθ quadruple known family
τετράδυμα (τα) quadruplets τζαμαρία (η) sun room
τετραετ|ής επίθ four-year old. ^ία τζάμι (το) glass
(η) four-year period τζαμί (το) mosque
τετρακοσαριά (η) about four τζαμόπορτα (η) glass door
hundred
τζάμπα επίρρ for nothing (free)
τετρακόσιοι επίθ four hundred,
τζαμώνω ρ μτβ glaze
«-α (το) άκλ four hundred, τα
χω ^α have one’s head screwed τζατζίκι (το) tzatziki, yogurt and
on right cucumber dip
τετραμελής επίθ four-membered τζετ (το) άκλ jet (plane)
τετραπέρατος επίθ sharp as a τζιν (το) άκλ gin
needle τζιπ (το) άκλ jeep
τετραπλασιάζω ρ μτβ quadruple τζίρος (ο) turnover
τετραπλάσιος επίθ quadruple, τζίτζικας (ο) cicada
fourfold. (το) quadruple τζιτζιμπίρα (η) ginger ale, ginger
τετράπλευρο|ς επίθ quadrilateral. beer
~ (το) quadrangle τζογαδόρος (o) gambler
τετράποδο|ς επίθ four-legged. τζόγος (ο) gambling, (μηχ) play
(το) quadruped τζόκεϊ (ο) άκλ jockey
τετράωρος επίθ four-hour τζόκιν (το) άκλ jogging
τετριμμένος επίθ hackneyed τζούντο (το) άκλ judo
τεύτλο (το) beet τήβεννος (η) gown (of judge,
τεύχος (το) issue (magazine) teacher)
τέφρα (η) ashes (of dead) τηγανητ|ός επίθ fried. ~ή πατάτα
τέχνασμα (το) trick, (γυναικεία) (η) chip
wile, (κόλπο) ploy τηγάνι (το) frying pan
τέχνη (η) art. (επαγγελματική τηγανίζω ρ μτβ fry
ικανότητα) craft, (επιδεξιότητα) τηγάνισμα (το) frying
craftsmanship, (εργάτη) τηγανίτα (η) pancake
workmanship, καλές ~ (οι) fine
τηλεβόας (ο) loud hailer
arts
τηλεγραφείο (το) telegraph office
τεχνητός επίθ artificial.
(κατασκευάσμα) man-made τηλεγράφημα (το) telegram
τεχνική (η) technique τηλεγραφικός επίθ telegraphic
τεχνικός (ο) technician τηλέγραφος (ο) telegraph
τεχνικ|ός επίθ technical. ~ός τηλεγραφώ ρ μτβ telegraph
έλεγχος (ο) (οχημάτων) ΜΟΤ τηλεειδοποίηση (η) bleeper
test, —ή λεπτομέρεια (η) τηλεργασία (η) teleworking
technicality τηλεθεατής (ο) viewer
τεχνίτης (ο) artisan, (μάστορας) τηλεκάρτα (η) phone card
craftsman τηλεκατευθυνόμενος επίθ guided
τεχνογνωσία (η) know-how τηλεκινησία (η) telekinesis
τεχνοκράτης (ο) technocrat τηλεοπτικ|ός επίθ (of) television.
τεχνολογία (η) technology. ~κός ~ή κάμερα (η) camera. ~ό
επίθ technological πρόγραμμα (το) TV programme
τεχνολόγος (ο, η) technologist τηλεόραση (η) television
τεχνοτροπία (η) technique τηλεπάθεια (η) telepathy
τηλετταθητικός | τολμηρός 198
τηλετταθητικός επίθ telepathic (ποδηλάτου) handlebar
τηλεπικοινωνία (η) τιμώ ρμτβ honour, (εκδηλώνω)
telecommunication commemorate, (με την παρουσία)
τηλεσκοπικός επίθ telescopic grace, ^ώμαί ρ αμτβ be
τηλεσκόπιο (το) telescope honoured. (κοστίζω) be priced
τηλέτυπος (ο) teleprinter τιμωρία (η) punishment, (κύρωση)
τηλεφακός (ο) telephoto penalty
τηλεφώνημα (το) phone call τιμωρώ ρμτβ punish, (επιβάλλω
τηλεφων|ητής (ο), μητριά κύρωση) penalize, (με σωματική
telephone operator, αυτόματος ποινή) chastise
^Πτής answering machine τίναγμα (το) twitch
τηλεφωνικό|ς επίθ (ο) telephone. τινάζΐωρμτ/itoss. ^ομαι ρμτβ
~ς θάλαμος (ο) phone box, twitch, (αναπηδώ) start
telephone kiosk τίνος αντων whose
τηλέφωνο (το) telephone τίποτα αντων nothing, (αρνητ
τηλεφωνώ ρ μτβ/αμτβ call, φράση) anything. ~ άλλο nothing
telephone else. ^ το σπουδαίο nothing
τηλεφωτογραφικός επίθ telephoto much, δεν αξίζει ~ it isn’t any
good
τηλεχειριστήριο (το) remote
control τιποτένιος επίθ petty
την αντων her. ^ είδα I saw her τιράντ|α (η) strap (of garment),
(φορέματος) shoulder strap. — ες
τήξη (η) melting
(οι) braces
τήρηση (η) observance
τιρμπουσόν (το) άκλ corkscrew
τΠΡώ ρμτβ abide by. (,διαφυλάγω)
τιτάνας (ο) titan
uphold, (τάξη) keep
τιτανικός επίθ titanic
της αντων her, hers
τιτιβίζω ρ αμτβ chirp, tweet
τι αντων what, {γιατί) why. ^
τιτίβισμα (το) chirp, tweet
γίνεται; what’s going on? ^
είναι; what is it? κι αν what if. τίτλος (ο) title, (επικεφαλίδα)
#s' λες για .how about..? ^ caption
φωνάζεις; why are you shouting? τμήμα (το) section, (αστυνομικό)
τιάρα (η) tiara station, (κλάδος) department.
τίγρη (η) tiger (κομμάτι) segment, (ταξιδιού) leg.
(τάξης) stream. Εσωτερικών
τιθασεύω ρμτβ tame
Προσόδων (το) Internal Revenue
τίκ (το) άκλ tic. ~ τακ (το) άκλ
τμηματάρχης (ο) head of
{ρολογιού) tick
department
τιμαλφή|ς επίθ valuable. — (τα)
το άρθρο ουδ the. · αντων it. να ^
valuables here it is
τιμάριθμος (ο) cost of living τοιούτος αντων such. <>» (ο)
τιμή1 {η) price homosexual
τιμή2 {η) {υπόληψη) honour. Με ^ τοιχογραφία (η) mural
Yours faithfully, προς in
τοιχοκολλώ ρ μτβ post (notices)
honour (of)
τοίχος (ο) wall (of house)
τίμημα (το) price
τοκετός (ο) childbirth. (ιατρ)
τιμητικ|ός επίθ honorary, ^ή θέση delivery
{η) pride of place
τοκίζω ρ μτβ lend (with interest)
τίμιος επίθ honest, {εκκλ) holy
τοκογλ|υφία (η) usury
τιμιότητα {η) honesty
τόκος (ο) interest (on loan)
τιμοκατάλογος (ο) price list
τόλμη (η) boldness, (θράσος)
τιμολόγιο (το) invoice presumption, (μεταφ) enterprise
τιμόνι (το) steering wheel. τολμηρός επίθ bold, (θρασύς)
199 τολμηρότητα | τουφέκια
presumptuous, {ριψοκίνδυνος) τορπιλίζω ρ μτβ torpedo
daring, (σόκιν) risque, (μεταφ) τόσο επίρρ so. πολύ so much.
enterprising
~ το καλύτερο all the better,
τολμηρότητα (η) boldness κάθε — every so often
τολμώ ρ αμτβ dare. (επιχειρώ) τόσος αντων so, such. κόσμος
venture. ~ να take the liberty to so many people, είναι ^ δα he is
τολύπη (η) wisp (of smoke) so small
τομάρι (το) pelt, (μεταφ) scoundrel τοστ (το) άκλ toasted sandwich
τομάτα (η) βλ ντομάτα τοστιέρα (η) toaster
τομέας (ο) sector τότε επίρρ then, από ~ since then,
τομή (η) section, (ιατρ) incision έως ~ by then
τόμος (ο) volume του αντων his. είναι το αυτοκίνητό
τόμπολα (η) bingo ·** it’s his car
τον αντων him τουαλέτα1 (η) cloakroom, (αμερ)
τονίζω ρμτβ stress, (γραμμ) washroom, είδη toiletries
accentuate, (ξεχωρίζω) highlight. τουαλέτα2 (η) (έπιπλο) dressing
(υποδεικνύω) emphasize table
τόνικ (το) άκλ tonic water τουαλέτα3 (η) (φόρεμα) evening
τονικός επίθ touchtone gown
τόνος1 (ο) tone, (γραμμ) stress. τούβλο (το) brick, (χοντροκέφαλος)
(<φωνής) pitch, (μεταφ) overtone dunce
τόνος2 (ο) ton (= 1,016 kg.). τουλάχιστον επίρρ at least
(μετρικός) tonne (= 1,000 kg.) τουλίπα (η) tulip
τόνος3 (ο) (ψάρι) tuna τούμπα (η) somersault
τονώνω ρ μτβ invigorate τούνελ (το) άκλ tunnel
τονωτικό|ς επίθ tonic. τουρισμός (ο) tourism
(δυναμωτικός) invigorating. ^ τουρίστ|ας (ο), '■«pia (η) tourist
(το) tonic τουριστικός επίθ tourist
τοξικολογία (η) toxicology Τουρκάλα (η) Turkish woman
τοξικομανής (ο, η) addict Τουρκία (η) Turkey
τοξικός επίθ toxic τουρκικ|ός επίθ Turkish. ~ά (τα)
τοξίνη (η) toxin Turkish
τόξο (το) bow. (αρχιτ) arch. τουρκοκρατία (η) Turkish
(κύκλου) arc. ουράνιο ~ rainbow occupation
τοξοβολία (η) archery Τούρκος (ο) Turk
τοξότης (ο) archer τουρκουάζ (το) άκλ turquoise
τοπικ|ός επίθ local, ^ά επίρρ τουρμπάνι (το) turban
locally τουρμπίνα (η) turbine
τοπίο (το) landscape τούρνα (η) (ψάρι) pike άκλ
τοπογραφία (η) topography τουρνέ (η) άκλ tour
τοποθεσία (η) situation τουρνουά (τα) άκλ tournament
τοποθέτηση (η) placement τουρσί (το) pickle
τοποθετώ ρ μτβ position. τούρτα (η) gateau
(εγκαθιστώ) fit. (επενδύω) place. τουρτουρίζω ρ αμτβ shiver
(σε εγκοπή) slot, (σε θέσει) post τουρτούρισμα (τα) shiver
τόπο|ς (ο) place, (χώρα) native τους άρθρο βλ Ο. · αντων their, τα
country, αφήνω στον — kill σπίτια ^ their houses
instantly, επί ^uon the spot, τούφα (η) tuft, (χορταριού) tussock
πιάνω ^ prove useful τουφέκι (τα) rifle, (με φελλό)
τόρνος (o) lathe popgun
τορπίλη (η) torpedo τουφεκιά (η) rifle shot
τουφεκίζω [ τρενάκι 200
τουφεκίζω ρ μτβ shoot τράπουλα (η) pack of cards
τραβέρσα (η) crossbar, (σιδηρ) τραπουλόχαρτο (το) playing card
sleeper τραστ (το) άκλ trust (association)
τραβεστί (ο) άκλ transvestite τράτα (η) trawler
τράβηγμα (το) pull. (σύρσιμο) haul. τρατάρω ρ μτβ offer refreshment to
(ταινίας) shooting, τραβήγματα τραυλίζω ρ αμτβ stammer
(τα) trouble
τραύλισμα (το) stammer
τραβηγμένος επίθ pulled. τραύμα (το) trauma, (του σώματος)
(χαρακτηριστικά) drawn
wound
τραβ|ώ ρ μτβ pull, (αποσύρω) τραυματίζω ρ μτβ wound, (ψυχικά)
withdraw, (ελκύω) draw, (καρέκλα) traumatize
draw up. (σέρνω) haul, (υποφέρω)
τραυματικός επίθ traumatic,
go through, για make for. · ρ
'-'σμός (ο) wounding, (ψυχικός)
αμτβ (παρατείνομαι) drag on.
trauma
'—ιέμαι ρ αμτβ pull back, (από
πόνο) wince, (αποσύρομαι) pull out τραχεία (η) windpipe
τραγανίζω ρ μτβ crunch τράχηλος (ο) neck
τραγανό |ς επίθ crisp. ~ (το) (στα τραχύς επίθ rough, (στ^ν υφή)
κόκκαλά) gristle rough, (συμπεριφορά) harsh.
(τοπείο) rugged, (τρόπος) coarse
τραγικός επίθ tragic
τραχύτητα (η) roughness, (ομιλίας)
τράγος (ο) billy goat
bluntness. (συμπεριφοράς)
τραγούδι (το) song harshness, (υλικού) coarseness
τραγουδιστής (ο), ~ίστρια (η) τρέιλερ (το) άκλ trailer
singer, (σε μουσική τζαζ ή ποπ)
τρεις επίθ three
vocalist, (του δρόμου) busker
τρεκλίζω ρ αμτβ stagger
τραγουδιστός επίθ singsong
τρέλ|α (η) madness, (ανόητη πράξη)
τραγουδώ ρ μτβ/αμτβ sing
folly, (ιατρ) insanity, (μανία) craze,
τραγωδία (η) tragedy '"-ες (οι) frolics
τρίανο (το) βλ τρένο τρελάδικο (το) loony bin
τρακ (το) άκλ nerves, (θέατρ) stage τρελαίν|ω ρ μτβ drive s.o. mad.
fright, έχω ·** be nervous ^ομαι ρ αμτβ go mad. ^ομαι
τρακαδόρος (ο) scrounger για be mad about
τρακόσοι επίθ βλ τριακόσιοι τρελοκομείο (το) lunatic asylum,
τρακτέρ (το) άκλ tractor (καθομ) madhouse
τραμ (το) άκλ tram, (αμερ) streetcar τρελός επίθ mad. (ανόητος) daft.
τραμπάλα (η) see saw (από χαρά) wild, (παράφρων) crazy.
τραμπολίνο (το) trampoline ^ (ο) madman. για crazy
τρανζίστορ (το) άκλ transistor about
τρανός επίθ great τρελούτσικος επίθ batty
τράνταγμα (το) jolt τρεμάμενος επίθ shaky, (χέρι)
unsteady
τραντάζω ρμτβ jolt
τρεμόσβησμα (το) flicker, (άστρου)
τράπεζα (;/) bank, (τραπέζι) table, twinkle
αγία — (η) altar
τρεμοσβήνω ρ αμτβ flicker.
τραπεζαρία (η) dining room, (σε (άστρο) twinkle
κολέγιο ή μοναστήρι) refectory
τρεμούλιασμα (το) tremor,
τραπέζι (το) table, κάνω *** have to trembling, (φρικίαση) shudder.
dinner, στρώνω — lay the table (φωνής) quiver
τραπεζικός επίθ bank τρέμω ρ αμτβ tremble, (από τρόμο)
τραπεζίτης1 (o) banker quake, (φωνή) quiver, (χέρι) shake
τραπεζίτης2 (το) (δόντι) molar τρενάκι (το) (σε λούνα παρκ) roller
τραπεζομάντιλο (το) tablecloth coaster
201 τρένο | τρομαγμένος
τρένο (το) train, με — by rail τρίκλινος επίθ with three beds
τρέξιμο (το) running, (ροή) flow τρίκλισμα (το) stagger
τρέττ|ω ρ μτβ turn. ^ σε φυγή τρικλοποδιά (η) tripping, βάζω
scare off. ^ομαι σε φυγή flee trip
τρέφ|ω ρ μτβ feed, (ζώα) breed. τρικό (το) (κυπρ) jumper, pullover
(ελπίδες) cherish. «*ομαΐ ρ αμτβ τρικούβερτος επίθ ~ καβγάς
feed almighty row
τρεχάματα (τα) running about τρίκρανο (το) (garden) fork
τρεχούμενος επίθ running. τρίκυκλο (το) tricycle
(λογαριασμός) current τρικυμία (η) rough sea
τρέχ|ω ρ αμτβ run. (βρύση) drip. τρικυμισμένος επίθ choppy
(μάτια) water, (μύτη) run. (σάλια) τριλογία (η) trilogy
dribble, (σε αγώνα) race, (υγρό) τριμηνία (η) quarter, three months
leak, τι ^ει; what’s going on?
τρίμηνο (το) (σχολ) term
τρέχων επίθ current
τριμηνιαίος επίθ quarterly
τρία επίθ βλ τρεις. ~ (το) three
τρίμμα (το) crumb, (μπογιάς) flake
τριάδα (η) trinity τριμμένος επίθ grated.
τρίαινα (η) trident (γυαλισμένος) polished, (ρούχο)
τριακοστό|ς επίθ thirtieth. ^ (το) threadbare
thirtieth τρίξιμο (το) creak, (δοντιών) grind.
τριακόσιοι επίθ three hundred (πόρτας) squeak
τριακοσιοστός επίθ three τρίο (το) άκλ trio
hundredth τριπλασιάζω ρ μτβ triple, treble
τριακοστός επίθ thirtieth τριπλάσιος επίθ treble. επίρρ
τριάμισι (το) άκλ three and a half threefold
τριάντα επίθ thirty. (το) thirty τριπλός επίθ triple
τριαντάρης επίθ thirty-year-old τρίποδο (το) tripod
τριανταριά (η) about thirty τρίπτυχο (το) triptych
τριανταφυλλιά (η) rose bush τρισάθλιος επίθ wretched
τριαντάφυλλο (το) rose, (ποτό) τρισευτυχισμένος επίθ over the
rose cordial moon
τριβή (η) friction, (φθορά) abrasion τρισεκατομμύριο (το) billion
τρίβω ρ μτβ rub. (γυαλίζω) rub up. Τρίτη (η) Tuesday
(ερεθίζω) chafe, (καθαρίζω) scrub. τριτοβάθμιος επίθ third degree
(κάνω σκόνη) crumble, (με τρίτ|ος επίθ third. ~ν (το) third
γυαλόχαρτο) sand, (ξύνω) grate τρίτων (ο) newt
τριγυρίζω Ρ μτβ surround. · ρ αμτβ τρίφτης (ο) grater
roam τριφύλλι (το) clover
τρίγυρνώ ρ αμτβ wander around τρίχα (η) hair, (σκληρή) bristle.
τριγύρω επίρρ around παρά ~ within a hair’s breadth
τριγωνικός επίθ triangular τρίχας (ο) (μεταφ) windbag
τρίγωνο (το) triangle τρίχωμα (το) hair, (γούνα) fur.
τριγωνομετρία (η) trigonometry (ζώου) coat
τρίδυμα (τα) triplets τριχωτός επίθ hairy, (σκύλος)
τριετής επίθ three-year-old shaggy
τριετία (η) three-year period τριψήφιος επίθ three-digit
τρίζω ρ αμτβ creak, (σκουριασμένη τρίψιμο (το) rub. (για καθάρισμά)
πόρτά) squeak. ~ τα δόντια μου scrub
gnash one’s teeth Τροία (η) Troy
τρικλίζω ρ αμτβ reel, (μεθυσμένος) τρόλεϊ (το) άκλ trolley bus
stagger, (από γεράματα) totter τρομαγμένος επίθ scared
τρομάζω | τσάρος 202
τρομάζω ρ μτβ scare. · ρ αμτβ be τρύπημα (ro) piercing, (ελαστικού)
scared puncture
τρομάρα (η) fright τρυπητήρι (το) (για χαρτί) punch
τρομαχτικός επίθ terrifying τρύπιος επίθ full of holes, (δοχείο)
τρομερ|ός επίθ terrible, horrible. leaky
(ισχυρός) formidable, παιδί τρυποκάρυδο (το) (πουλί) wren
(το) whiz kid. — ά επίρρ terribly, τρυπώ ρ μτβ make a hole, (λάστιχο)
frightfully puncture, (χαρτί) punch. με τα
τρομοκράτης (ο), ^ισσα (η) κέρατα gore
terrorist τρύπωμα (το) tack (stitch)
τρομοκρατία (η) terrorism, ρ τρυπώνω ρ μτβ tack (stitch)
μτβ terrorize, (φοβίζω) terrify τρυφερός επίθ tender, (στοργικός)
τρόμος (ο) terror, horror, (ιατρ) fond
tremor τρυφερότητα (η) tenderness
τρομπόνι (το) trombone τρυφηλός επίθ self-indulgent
τρόπαιο (το) trophy τρώγλη (η) hovel
τροπικ|ός επίθ tropical, ^ός (ο) τρώ|(γ)ω ρ μτβ eat. (ενοχλώ) pester.
tropic, ^ές χώρες (οι) tropics (φθείρω) eat away, (ώρα) impinge.
τροπή (η) turn (of illness) • απρόσ με «*εΐ it itches
τροποποίηση (η) modification. τρωικός επίθ Trojan
(νόμου) amendment τρωκτικό (το) rodent
τροποποιώ ρ μτβ modify, (νόμο) τρωτός επίθ vulnerable
amend
τσαγιέρα (η) teapot
τρόπο|ς (ο) way. (διαγωγή) manner. τσαγκάρης (ο) cobbler
(λειτουργίας) mode. «*ι (οι)
τσάι (το) tea
manners, κατά κάποιο in a
way. με κάθε ~ in every way. με τσακάλι (το) jackal
κανένα ~ by no means τσακίζ|ω ρ μτβ crack, (σελίδά) fold.
τρούλος (o) dome (σπάζω) break up. · ρ αμ τβ break
down. ~ομαι να ρ αμτβ bend
τρούφα (η) truffle
over backwards
τροφή (η) food, (για ζώα) feed.
τσάκιση (η) crease
(ξερή, για ζώα) fodder
τσακμακόπετρα (η) flint
τρόφιμα (τα) foodstuff's
τσακωμός (ο) squabble
τρόφιμος (ο, η) inmate
τσακών|ω ρ μτβ catch (5.0. doing
τροφοδοσία (η) catering
sthg.). θύομαι ρ αμτβ squabble.
τροφοδότης (ο) caterer (δυσαρεστούμαι) fall out
τροφοδοτώ ρ μτβ cater for. (για τσαλαβουτώ ρ αμτβ splash about
συντήρηση) supply, (φωτιά) stoke
τσαλάκωμα (το) creasing
τροχαίος επίθ traffic
τσαλακώνω ρ μτβ crease
τροχαλία (η) pulley
τσαλαπατώ ρ μτβ trample
τροχασμός (ο) trot
τσάμικος (ο) Greek folk dance
τροχιά (η) orbit, (πορεία) path
τσαμπί (το) bunch (of grapes)
τροχοδρομώ ρ αμτβ taxi (aircraft)
τσάντα (η) handbag, (αμερ) purse.
τροχονόμος (ο, η) traffic warden (για ψώνιά) shopping bag. (με
τροχοπέδη (η) brake, —ση (η) εργαλεία) tool bag
braking
τσαντάκι (το) purse
τροχός (ο) wheel τσαπατσούλας επίθ sloppy
τροχόσπιτο (το) caravan (person), ^ικος επίθ sloppy
τροχοφόρο (το) vehicle (work)
τρύπα (η) hole τσαρλατάνος (ο) charlatan
τρυπάνι (το) drill, (εργαλείου) bit τσάρος (ο) czar
203 τσαρούχι | τύπος
τσαρούχι (το) type of moccasin flavoured spirit)
with a pompon τσίριγμα (το) screech
τσατσάρα (η) comb τσιρίζω ρ αμτβ screech
τσαχπίνα (η) minx τσίρκο (το) circus
τσεκ (το) άκλ cheque τσιρότο (το) sticking plaster
τσεκούρι (το) axe τσιτσιρίζω ρ αμτβ sizzle
τσέπη (η) pocket τσίχλα1 (η) chewing gum
τσεπώνω ρμτβ pocket τσίχλα2 (η) (πουλί) thrush
τσεχικός επίθ Czech τσόκαρο (το) clog
Τσέχ|ος (ο), ~α (η) Czech TOOK (το) άκλ (αυτοκ) choke
Τσεχοσλοβακία (η) τσολιάς (ο) evzone (soldier in the
Czechoslovakia Greek infantry)
τσεχοσλοβακικός επίθ τσοπάνης (o) shepherd
Czechoslovak
τσοπανόσκυλο (το) sheep dog
τσιγαριλίκι (το) joint (cannabis) τσουγκράνα (η) rake
τσιγάρο (το) cigarette τσουγκρίζω ρ μτβ chink
τσιγαροθήκη (η) cigarette box τσούζω ρ αμτβ sting, smart
τσιγγάν|ος (ο), — α (η) gypsy τσουκνίδα (η) nettle
τσιγκουνεύομαι ρ αμτβ skimp τσούλα (η) slut
τσιγκούνης επίθ stingy. ~ (ο) τσουλήθρα (η) slide (in playground)
miser
τσούνι (το) skittle
τσιγκουνιά (η) stinginess
τσουρέκι (το) type of brioche
τσιγκέλι (το) (meat) hook
τσούρμο (το) swarm (of children)
τσίκνα (η) smell of burning food
τσουρουφλίζω ρμτβ singe
τσίλι (το) άκλ chilli
τσουχτερός επίθ (αέρας) crisp.
τσιμεντάρω ρμτβ cement (κρύο) biting
τσιμέντο (το) cement τσούχτρα (η) jellyfish
τσιμεντοστρώνω ρ μτβ concrete τσόφλι (το) (egg) shell
τσιμουδιά (η) ~! keep mum! τσόχα (η) felt
τσίμπημα (το) pinch, (από αγκάθι) τύλιγμα (το) kink, (περιτύλιγμα)
prick, (εντόμου) sting, (πείνας)
wrapping
pang, (πουλιού) peck, (φαγητό)
nibble
τυλίγω ρ μτβ wind, (κουλουριάζω)
coil, (μπλέκω) entangle.
τσιμπιά (η) pinch
(περιτυλίγω) wrap
τσιμπίδα (ή) tongs
τυμπανιστής (ο), ~ίστρια (η)
τσιμπιδάκι (το) tweezers, (για τα drummer
μαλλιά) hairpin
τύμπανο (το) drum
τσιμπημένος επίθ είμαι r» με have
τυμπανοκρουσία (η) roll of drums
a crush on
τυμπανόξυλο (το) drumstick
τσιμπούρι (το) tick (insect)
Τυνησία (η) Tunisia
τσιμπούσι (το) spread
Τυνήσι|ος (ο), (η) Tunisian
τσιμπώ ρ μτβ pinch, (έντομα) sting.
(κεντώ) prick, (κλέβω) nick. τυπικ|ός (επίθ) formal. ~ά επίρρ
(πουλιά) peck, (τρώω) nibble. formally
(ψάρια) bite τυπικότητα (η) formality
τσιπς (τα) άκλ crisps τυπογραφ|είο (το) printing press,
τσιπ (το) άκλ chip. ~ πυριτίου ία (η) typography
silicon chip τυπογραφικός επίθ typographical
τσίπα (η) (υγρά) skin, (μεταφ) τυπογράφος (ο) printer
shame τυποποιώ ρ μτβ standardize
τσίπουρο (το) raki (strong aniseed- τύπο|ς (ο) type, (εφημερίδες) press.
τυπώνω | υδρόβιος 204
Υυ
{ιδιότυπος) character. (μαθημ)
formula, {μορφή) form.
{προσχήματα) convention, χωρίς
'■«υς unceremoniously
τυπώνω ρ μτβ print
τυρανν|ία {η) tyranny. —ικός επίθ
tyrannical ύαινα {η) hyena
τύραννος {ο) tyrant υάκινθος (ο) hyacinth
τυραννώ ρ μτβ tyrannize υαλοβάμβακας (ο) fibreglass
τυρί (το) cheese υαλοπίνακας (ο) pane (of glass)
τυρόπηγμα (το) curds υαλουργία {ή) glass industry
τυροκομείο {το) (cheese) dairy υάρδα {η) yard (=0.9144 metre)
τυροκομία {η) cheese making υβρίδιο (το) hybrid
τυρόπιτα {η) cheese pie υβρίζω ρ μτβ insult. · ρ αμτβ swear
τύρφη {η) peat υβριστικός επίθ abusive
τύφλα (//) blindness. ^ στο μεθύσι υγεία {η) health, εις ^ν! cheers!
blind drunk υγειονομικός επίθ sanitary
τυφλόμυγα {η) blind man’s buff υγιεινή {η) hygiene, {κλάδος)
τυφλοπόντικας (ο) mole sanitation
τυφλός επίθ blind υγιεινολόγος (ο, ή) hygienist
τυφλότητα {η) blindness υγιεινός επίθ hygienic, {ωφέλιμος)
τυφλώνω ρ μτβ blind healthy
τύφλωση {η) blindness υγιής επίθ healthy, {γερός) fit.
τυφοειδής επίθ typhoid {σωστός) sound
τύφος (ο) typhus υγραέριο (το) natural gas
τυφώνας (ο) typhoon υγραίνω ρ μτβ moisten
τυχαίνω ρ μτβ chance upon. · ρ υγρασία {η) condensation, (στ^ν
αμτβ happen, έτυχε να τον δει ατμόσφαιρα) humidity, {στους
he/she happened to see him τοίχους) damp
τυχαί|ος επίθ accidental. υγροποιώ ρ μτβ liquefy
{άνθρωπος) ordinary. υγρό|ς επίθ damp, {ατμόσφαιρα)
{απρόβλεπτος) chance, {δείγμα) humid, {βρεγμένος) moist, {καιρός)
random. γεγονός (το) clammy. ^ (το) liquid, {ρευστό)
accident, chance. ~α επίρρ fluid
accidentally, by chance
υδατάνθρακας (ο) carbohydrate
τυχερό|ς επίθ lucky, fortunate. —
παχνίδι (το) gamble. ~ (το) luck. υδατικ|ός επίθ moisturizing. ~ή
{δουλειάς) perk κρέμα {η) moisturizer
Τύχη (//) luck, {μοίρα) fortune. υδατογραφία {η) watercolour
{σύμπτωση) chance, κατά ^ by υδατοστεγής επίθ watertight
chance, στην ^ at random υδατοσφαίριση {η) water polo
τυχοδιώκτης (ο), ~ρια {η) υδατοφράκτης (ο) dam. (σε
adventurer κανάλι) lock
τυχόν επίρρ by chance υδραγωγείο (το) aqueduct
τύψη {η) remorse υδραγωγός (ο) water pipe
τώρα επίρρ now. ~ δα just now. υδραντλία {η) water pump
από **» και στο εξής from now υδράργυρος (ο) mercury
on. ως ^ up until now υδραυλικ|ός επίθ hydraulic. ~ός
τωρινός επίθ present-day (ο) plumber
ύδρευση {η) water supply
υδρία {η) urn
υδρόβιος επίθ aquatic
205 υδρόγειος | υπερημερία
υδρόγειος (η) globe υπάρχοντα (τα) possessions
υδρογόνο (το) hydrogen υπάρχ|ω ρ αμτβ exist, '—ει there is.
υδρογονοβόμβα (η) hydrogen '■«ουν there are
bomb υπασπιστής (ο) adjutant
υδροηλεκτρικός επίθ hydroelectric υπέδαφος (το) subsoil
υδροπλάνο (το) seaplane υπεκφεύγω ρ αμτβ prevaricate
υδρορροή (η) gutter (of house) υπεκφυγή (η) prevarication.
υδροτροχός (ο) waterwheel (απάντηση) evasive answer
υδροφοβία (η) hydrophobia υπενθυμίζω ρ μτβ remind
Υδροχόος (ο) Aquarius υπενθύμιση (η) reminder
ύδωρ (το) (αρχ) water υπενοικιάζω ρ μτβ sublet
υιοθεσία (η) adoption υπέρ πρόθ above, (για) for, in favour
υιοθετώ ρ μτβ adopt of. το δέον excessively, τα
υιός (ο) (αρχ) son και τα κατά the pros and cons
ύλ|η (η) matter, γραφική (η) υπεραγορά (η) supermarket
stationery, πρώτες ~ες (οι) raw υπεραγαπώ ρ μτβ dote on
materials υπεραισθητός επίθ extra-sensory
υλικό|ς£π/0material. (το) υπεράκτιος επίθ offshore
material. (Η/Υ) hardware υπεράνθρωπος επίθ superhuman
υλιστικός επίθ materialistic υπεράνω επίρρ above
υλοποιώ ρ μτβ materialize υπερασπίζ|ω ρ μτβ defend.
υλοτομία (η) lumbering ~ομαΐ ρ μτβ stand up for
υμένας (ο) membrane υπεράσπιση (η) defence
υμέτερος αν των (αρχ) your, yours υπεραστικός επίθ long-distance
ύμνος (ο) hymn, (χώρας) anthem υπερατλαντικός επίθ transatlantic
υπαγόρευση (η) dictation υπεραφθονία (η) glut
υπαγορεύω ρ μτβ dictate υπερβαίνω ρ μτβ exceed, (σημείο)
υπαίθριος επίθ outdoor, (σε overstep, (όριο, προσδοκίες)
ανοιχτό χώρο) open air transcend
ύπαιθρο (το) outdoors, open air υπερβάλλω ρ μτβ surpass. · ρ αμτβ
ύπαιθρος (η) countryside, country exaggerate
υπαινιγμός (ο) hint, (κρυφός) υπέρβαρος επίθ overweight
insinuation υπερβατικός επίθ transcendental
υπαινίσσομαι ρ αμτβ hint. υπερβολή (η) excess.
(έμμεσα) imply, insinuate (μεγαλοποίηση) exaggeration.
υπαίτιος επίθ responsible, liable (πολυτέλειας) extravagance
υπαιτιότητα (η) culpability υπερβολικός επίθ excessive.
υπακοή (η) obedience (μεγαλοποιημένος) exaggerated.
υπάκουος επίθ obedient (πολυτέλεια) extravagant, (τιμή)
υπακούω ρμτβ/αμτβ obey steep, (χρόνος) inordinate
υπάλληλος (ο, η) (εργαζόμενος) υπέργει|ος επίθ —α διάβαση (η)
employee, (σε μαγαζί) shop overpass, flyover
assistant, (σε γραφείο) official υπέργηρος επίθ decrepit
υπανάπτυκτος επίθ υπερδιέγερση (η) overexcitation
underdeveloped υπερδύναμη (η) superpower
υπαναχωρώ ρ αμτβ back out υπερεκτιμώ ρ μτβ overestimate
υπανθρώπινος επίθ subhuman υπερένταση (η) tenseness
υπαξιωματικός (ο) petty officer υπερευαισθησία (η) oversensitivity
ύπαρξη (η) existence υπερέχω ρ μτβ surpass
υπαρξισμός (ο) existentialism υπερήλικος επίθ very old
υπαρχηγός (ο) deputy leader υπερημερία (η) overdue payment
υπερηφάνεια | υπόδειγμα 206
υπερηφάνεια (η) βλ περηφάνια duty, (υπηρετικό προσωπικό)
υπερηχητικός επίθ ultrasonic. servant/maid
(αεροπλάνο) supersonic υπηρεσιακός επίθ official
υπερθετικός (ο) (βαθμός) υπηρέτ|ης (ο) servant, (κυρίου)
superlative valet, ^ρια (η) housemaid
υπερθέτω ρ μτβ superimpose υπηρετώ ρ μτβ!αμτβ serve
υπερισχύω ρ αμτβ prevail υπνάκος (ο) nap, snooze
υπεριώδης επίθ ultraviolet υπνηλία (η) drowsiness
υπερκατασκευή (η) superstructure υπνοβάτ|ης (ο), ~-ισσα (η) sleep
υπερκόπωση (η) overwork walker
υπερμεγέθης επίθ king size υπνοδωμάτιο (το) bedroom
υπέρμετρος επίθ inordinate. υπνοθεραπεία (η) hypnotherapy
(ξεπερνά το μέτρο) excessive ύπνος (ο) sleep
υπερνικώ ρ μτβ overcome υπνόσακος (ο) sleeping bag
υπέρογκος επίθ huge, (τιμή) ύπνωση (η) hypnosis
extortionate υπνωτήριο (το) dormitory
υπεροξείδιο (το) peroxide υπνωτίζω ρ μτβ hypnotize.
υπερόπτης (ο) arrogant (καταγοητεύω) mesmerize
υπεροπτικός επίθ supercilious υπνωτικό)ς επίθ hypnotic. ~ χάπι
υπεροχή (η) superiority, (το) sleeping pill
supremacy υπνωτισμός (ο) hypnotism
υπέροχος επίθ magnificent υπό πρόθ below, under
υπεροψία (η) arrogance υποανάπτυκτος επίθ
υπερπαραγωγή (η) underdeveloped
overproduction υποβαθμίζω ρ μτβ downgrade
υπερπηδώ ρ μτβ surmount υποβάλλω ρ μτβ submit.
υπερπληθυσμός (ο) (εξαναγκάζω) subject, (θέατρ)
overpopulation prompt, (παράπονο) lodge, (πείθω)
υπερπλήρης επίθ overflowing suggest, (προτείνω) put
υπερσύγχρονος επίθ latest, most υποβιβάζω ρ μτβ demote.
up-to-date, (τεχν) state of the art (ταπεινώνω) belittle
υπέρταση (η) hypertension υποβλητικός επίθ evocative
υπέρτατος επίθ superlative. υποβοηθώ ρ μτβ assist
(όψιστός) supreme υποβολέας (ο) (θέατρ) prompter
υπερτερώ ρ μτβ outweigh υποβολή (η) submission, (μεταφ)
υπερτιμώ ρ μτβ overrate suggestion
υπέρυθρος επίθ infrared υποβολιμαίος επίθ spurious
υπερφορτίζω ρ μτβ overcharge. υποβρύχιο (το) submarine
(ηλεκτρ) overload υποβρύχιος επίθ underwater, '-*0
υπερφυσικός επίθ supernatural κολύμπι (το) skin diving
υπερωκεάνιο (το) ocean liner υπόγει|ος επίθ underground, (κάτω
από την επιφάνεια) subterranean.
υπερώο (το) attic, (θέατρ) gallery
Λ*'θς (ο) (σιδηρόδρομος)
υπερωρία (η) overtime underground, tube, ^ο (το)
υπερώριμος επίθ overripe basement
υπεύθυνος επίθ responsible. υπογραμμίζω ρ μτβ underline.
(επικεφαλής) in charge, (υπόλογος) (τονίζω) highlight
accountable υπογραφή (η) signature
υπευθυνότητα (η) responsibility υπογράφω ρ μτβ sign
υπήκοος (ο, η) national υποδαυλίζω ρ μτβ poke (fire).
υπηκοότητα (η) nationality (εχθρότητα) foment
υπηρεσία (η) service, (υπαλλήλου) υπόδειγμα (το) paragon
207 υποδειγματικός | υπόνομος
υποδειγματικός επίθ exemplary σε subject to
υποδεικνύω ρ μτβ point out. υποκίνηση (η) instigation.
(προτείνω) suggest (παρότρυνση) incitement
υπόδειξη (η) hint, (υποψηφίου) υποκιν|ητής (ο), ^ήτρια (η)
nomination instigator
υποδείχνω ρ μτβ βλ υποδεινύω υποκινώ ρ μτβ instigate.
υποδεκανέας (ο) lance corporal (παροτρύνω) incite
υποδερμικός επίθ hypodermic υποκλέπτω ρ μτβ tap (phone)
υποδέχομαι ρ μρβ greet. υποκλίνομαι ρ αμτβ bow. (γυναίκα)
(προϋπαντώ) welcome curtsy
υποδηλώνω ρ μτβ connote υπόκλιση (η) bow. (για γυναίκα)
υποδήλωση (η) connotation curtsy
υπόδημα (το) (αρχ) shoe υποκλοπή (η) telephone bugging
υποδηματοποιός (ο) shoemaker. υποκόπανος (ο) butt
~ωλείο (το) shoe shop υποκοριστικό (το) diminutive
υποδιαιρώ ρ μτβ subdivide υπόκοσμος (ο) underworld
υποδιαστολή (η) decimal point υποκρίνομαι ρ μτβίαμτβ act.
υποδιευθυντής (ο), ~ύντρια (η)1 (προσποιούμαι) pretend
deputy head υποκρισία (η) hypocrisy
υπόδικος επίθ accused (awaiting υποκρ|ιτής (ο), ~ίτρια (η)
trial) hypocrite
υποδομή (η) infrastructure υποκριτικός επίθ hypocritical
υποδόριος επίθ hypodermic υποκύπτω ρ αμτβ succumb
υποδουλώνω ρ μτβ enslave.
υπόκωφος επίθ dull (sound)
(υποτάσσω) subjugate
υπόλειμμα (το) remnant.
υποδοχή (η) reception, (ηλεκτρ)
υπολείμματα (τα) remains
socket (wall plug)
υπολείπομαι ρ αμτβ fall short, be
υποδύομαι ρ μτβ impersonate
inferior, (μένω) be left
υποηχητικός επίθ subsonic
υπόλευκος επίθ off-white
υποθάλπω ρ μτβ abet, (υποκινώ)
pander to
υπόληψη (η) esteem, (φήμη)
standing
υποθερμία (η) hypothermia
υπολογίζω ρ μτβ estimate.
υπόθεση (η) hypothesis, (εικασία)
(λογαριάζω) calculate, (βασίζομαι)
assumption, (ζήτημα) matter.
count on
(μυθιστορήματος) plot, (νομ) case.
(πιθανή αρχή) supposition υπολογισμός (ο) estimate.
(λογαριασμός) calculation
υποθετικός επίθ hypothetical.
(γραμμ) conditional υπολογιστής (ο) calculator
υπόθετο (το) suppository υπόλογος επίθ accountable
υποθέτω ρ μτβίαμτβ suppose, υπόλοιπο (το) remainder.
assume, (μαντεύω) guess (λογαριασμού) balance, οι
the rest
υποθήκη (η) mortgage
υποκαθιστώ ρ μτβ substitute υπολοχαγός (ο) lieutenant
υποκατάσταση (η) substitution υπομένω ρ μτβίαμτβ endure
υποκατάστατο (το) substitute υπόμνημα (το) memorandum
υποκατάστημα (το) (εμπ) branch υπομονετικός επίθ patient
υποκειμενικός επίθ subjective υπομονή (η) patience
υποκειμενικότητα (η) subjectivity υποναύαρχος (ο) rear admiral
υποκείμενο (το) subject, (μεταφ) υπόνοια (η) inkling
blighter υπονομεύω ρ μτβ undermine
υποκείμενος επίθ underlying. ~ υπόνομος (η) sewer, (οχετός) drain
υπονοούμενος | ύστερα 208
υπονοούμεν|ος επίθ implicit, υποτιμώ ρ μτβ underestimate.
(το) innuendo (μεταφ) belittle, (νόμισμα) devalue
υπονοώ ρ μτβ imply υπότιτλος (ο) subtitle
υποπλοίαρχος (ο) chief officer υποτροπιάζων επίθ recurrent
υποπροϊόν (το) by-product υποτροπή (η) recurrence, (ιατρ)
υποπτεύομαι ρ μτβ suspect relapse
ύποπτος επίθ suspicious. (όεν υποτροφία (η) scholarship
εμπνέει εμπιστοσύνη) suspect. ύπουλος επίθ devious, (αρρώστια)
(δουλειά) shady. ^ (ο) suspect insidious, (τρόπος) underhand
υποσημείωση (η) footnote υπουλότητα (η) deviousness
υποσιτισμένος επίθ underfed. υπουργείο (το) ministry
'"'ός (ο) malnutrition υπουργικό|ς επίθ ministerial. ~
υποσκάπτω ρ μτβ undermine συμβούλιο (το) Cabinet
υπόσταση (η) foundation. υπουργός (ο, η) minister
(ιύπαρξη) existence υποφαινόμενος επίθ undersigned
υπόστεγο (το) shelter υποφερτός επίθ tolerable.
υποστήριγμα (το) support (καλούτσικος) passable, (πόνος)
υποστηρίζω ρ μτβ support. bearable
(ενισχύω) bolster, (ισχυρίζομαι) υποφέρω ρ μτβ bear, (ανέχομαι)
argue, (με επιπρόσθετη βοήθεια) endure, (δοκιμάζω) suffer
back up. (προτιμώ) favour υποχείριος επίθ under the thumb
υποστηρικτικός επίθ supportive, υποχονδριακός επίθ
'"'ίκτής (ο), — ίκτρια (η) backer. hypochondriac
(θεωρίας) exponent υπόχρεος επίθ obliged
υποστήριγμα (το) bracket. υποχρεωμένος επίθ obliged. —
(γέφυρας) truss σε indebted to
υποστήριξη (η) support, (ενίσχυση) υποχρεώνω ρ μτβ oblige.
backing, (καταστήματος) (προκαλώ ευγνωμοσύνη) obligate
patronage υποχρέωση (η) obligation.
υπόστρωμα (το) substratum. (καθήκον) duty, (οικονομική)
(βαφής) undercoat, (κάτω από liability
μοκέτα) underlay υποχρεωτικός επίθ compulsory.
υποσυνείδητος επίθ (αναγκαστικός) obligatory.
subconscious. *>ό (το) (εξυπηρετικός) obliging
subconscious υποχώρηση (η) (στρ) retreat
υπόσχεση (η) promise, (τάξιμο) υποχωρώ ρ αμτβ retreat, (έδαφος)
pledge give way. (νερά) recede, (σε
υπόσχομαι ρμτβ/αμτβ promise απόψεις) back down
υποταγή (η) submission, (στο υπόψη επίρρ έχω ~ bear in mind.
πεπρωμένο) resignation, (υπακοή) λαμβάνω take into account
obedience, (υποδούλωση) υποψ|ήφιος (ο), ~ηφία (η)
subordination candidate, (αϊτών) applicant, (που
υποτακτικ|ός επίθ submissive. *>»ή έχει προταθεί) nominee, (σε
(η) (γραμμ) subjunctive διαγωνισμό) entrant
υποτάσσ|ω ρ μτβ subdue. υποψηφιότητα (η) candidacy.
(υποδουλώνω) subordinate, (μετά από πρόταση) nomination
—ομμαι ρ αμτβ submit υποψία (η) suspicion
υποτίμηση (η) depreciation. υποψιάζομαι ρ μτβ suspect
(νομίσματος) devaluation ύπτιο|ς επίθ supine. ^ (το)
υποτιμητικός επίθ pejorative. backstroke
(λόγια) derogatory. ύστατος επίθ ultimate
(δυσφημιστικός) disparaging ύστερα επίρρ afterwards, then
209 υστερία | φανέλα
Φφ
υστερία (η) hysteria
υστερικός επίθ hysterical
υστεροβουλία (η) ulterior motive
υστερόγραφο (το) postscript
ύστερος επίθ last, εκ των
υστέρων in retrospect
υστερώ ρ αμτβ be inferior. (μένω φαβορί (το) άκλ favourite
πίσω) be behind φαβορίτα (η) sideboard, sidebum
ύστριγξ (η) porcupine φαβοριτισμός (ο) favouritism
υφαίνω ρμτβ weave φαγάς (ο) big eater
ύφαλα (τα) ship’s bottom φαγητό (το) food, (γεύμα) meal
ύφαλος (ο) reef φαγκρί (το) sea bream
ύφανση (η) weave, (διαδικασία) φαγοπότι (το) feasting
weaving φαγούρα (η) itch
υφαντής (ο), υφάντρια (η) weaver φάγωμα (το) wear, (γκρίνια)
υφαντουργία (η) textile industry nagging
ύφασμα (το) fabric, material φαεινός επίθ brilliant
ύφεση (η) (ατμοσφαιρική) trough. φαιδρό|ς επίθ cheerful. ~τητα (η)
(εμπ) recession, (μονσ) flat, (πολ) cheerfulness
detente φαγώσιμος επίθ edible
υφή (η) texture, (σε δέρμα) grain φαΐ (το) food
υφήλιος (η) globe, world φαίνομαι ρ αμτβ be visible.
υφίσταμαι ρ αμτβ be. (υποβάλλομαι) (εμφανίζομαι) appear, (θεωρούμαι)
undergo seem. ^ σαν look like
υφιστάμενος επίθ subordinate φαινομενικός επίθ apparent.
ύφος (το) expression, (εξωτερική (δήθεν) ostensible. ~ά επίρρ
εμφάνιση) look, (στο γραπτό λόγο) seemingly
style φαινόμενο (το) phenomenon
υφυπουργός (ο, η) junior minister φάκα (η) mousetrap
υψηλός επίθ high, (άνθρωπος) tall. φακελάκι (το) sachet. ^ τσαγιού
(ιδεώδη) noble, (τιμή) stiff, (ύφος) tea bag
lofty, (φωνή) high pitched φάκελος (ο) envelope, (έγγραφα)
υψηλότατος (ο), ~ τητα (η) file, (σε εφημερίδα) feature
Highness φακή (η) lentil
υψικάμινος (η) blast furnace φακίδα (η) freckle
ύψιστος επίθ paramount φακίρης (ο) fakir
υψίφωνος (ο) tenor. ~ (η) soprano φακός (ο) lens, (λυχνία) torch.
υψόμετρο (το) altitude, (όργανο) (μεγεθυντικός) magnifying glass,
altimeter επαφής contact lens
ύψος (το) height, (υψόμετρό) φάλαγγα (η) column (formation).
altitude, (φωνής) pitch (στρ) phalanx
ύψωμα (το) rise (land) φάλαινα (η) whale
υψών|ω ρ μτβ heighten, (εξυψώνω) φαλάκρα (η) baldness
enhance, (ποτήρι, φωνή) raise.
φαλακρός επίθ bald
(σημαία) hoist. ~ομαΐ ρ αμτβ rise.
φαλλικός επίθ phallic
(απότομα) surge
φανάρι (το) lantern
φανατίζω ρ μτβ fanaticize
φανατικός επίθ fanatical. (ο)
fanatic
φανατισμός (ο) fanaticism
φανέλα (η) flannel, (εσωτερική)
φανερός | φεγγαρόφωτο 210
χωροφυλακή {η) gendarmerie for. {κτ που έχει χαθεί) hunt for
χωρ|ώ ρ μτβ hold, contain. (θεατρ) ψαχουλεύω ρ αμτβ fumble, (στο
seat. · ρ αμτβ fit in. δεν το *^άει ο σκοτάδι) grope
νους it’s beyond comprehension. ψεγάδι (το) flaw, (στο πρόσωπο)
δε ~άει αμφιβολία there is no blemish
doubt at all ψείρα {η) louse
ψειριά|ζω ρ αμτβ become infested
Ψψ
with lice, '"'ρης επίθ full of lice
ψειρίζω ρ μτβ rid of lice
ψεκάζω ρ μτβ spray
ψεκασμός (ο) spraying
ψεκαστήρ|ας (ο) atomizer.
ψάθα (η) matting, μένω στην ~ {τεχνητής βροχής) sprinkler. ~ρΐ
be left destitute (το) spray {device)
ψαθάκι (το) straw hat ψελλίζω ρ μτβίαμτβ stammer, {από
ταραχή) mumble
ψάθινος επίθ wicker
ψαλίδα (η) shears, {έντομο) earwig. ψέλνω ρ μτβίαμτβ βλ ψάλλω
(ιατρ) split ends ψέμα (το) lie. ~ με ουρά a huge
ψαλιδάκι (το) nail scissors lie. λέω ~τα lie.
ψαλίδι (το) scissors ψε|ς επίρρ last night. <^σινός επίθ
last evening’s
ψαλιδίζω ρ μτβ snip
ψευδάργυρος (ο) zinc
ψαλίδισμα (το) snip
ψευδαίσθηση {η) illusion
ψάλλω ρμτβίαμτβ chant, του τα
'ψαλα I gave him a piece of my ψευδής επίθ false, {ανειλικρινής)
mind deceptive
ψαλμός (o) psalm ψευδίζω ρ αμτβ lisp
ψαλμωδία (η) chant ψεύδισμα (το) lisp
ψάλτης (o) chanter ψευδολογώ ρ αμτβ tell lies
ψαραγορά {η) fish market ψεύδομαι ρ αμτβ lie
ψαράδικο|ς επίθ fishing. (το) ψευδομαρτυρώ ρ αμτβ give false
fishing boat. (μαγαζί) fishmonger’s testimony
(shop) ψευδορκία {η) perjury
ψαράς (o) fisherman, {χρησιμοποιεί ψευδορκώ ρ αμτβ perjure o.s.
καλάμι) angler ψευδώνυμο (το) pseudonym.
ψάρεμα (το) fishing {συγγραφέα) pen name
ψαρεύω ρ μτβίαμτβ fish, {με ψεύτ|ης (ο), ~ρα {η) liar
καλάμι) angle. (μεταφ) fish for ψευτιά {η) falsehood
ψάρι (το) fish ψεύτΐκ|ος επίθ false, {κίβδηλος)
ψαριά {η) catch {of fish) bogus, {όχι αληθινός) phoney.
ψαρόβαρκα {η) fishing boat {τεχνητός) fake. ~α κοσμήματα
ψαροκόκκαλο (το) fish bone (τα) paste jewellery
ψαρόνι (το) {πουλί) starling ψευτοάρρωστος επίθ malingerer
ψαροπώλης (ο) fishmonger ψευτοδουλειά {η) odd jobs
ψαρός επίθ grizzly ψευτοευλαβής επίθ sanctimonious
ψαρόσουπα {η) fish soup ψευτοζώ ρ αμτβ eke out a living
ψαροταβέρνα {η) fish tavern ψηλάφηση (η) feeling, groping
ψαχνό (το) lean meat ψηλαφώ ρ μτβίαμτβ feel, grope
ψάχνω ρ μτβ search, {ανακατεύω) ψηλόλιγνος επίθ lanky
rummage, {για προμήθειες) forage. ψηλομύτης επίθ snooty
{για κλοπή) rifle, {περιοχή) scour, ψηλ|ός επίθ high, {άνθρωπος) tall.
(σε βιβλίο) look up. ~ για look {κτίριο) high-rise. ~ά επίρρ high
225 ψήλωμα | ψυχολογώ
ψήλωμα (τα) high ground ψΐλ|ός επίθ fine, (φωνή) shrill, «-ή
ψηλώνω ρ μτβ raise. · ρ αμτβ grow βροχή drizzle
taller ψιτ επιφών hey
ψημένος επίθ cooked, (μεταφ) ψίχα (η) (λεμονιού) pith, (ψωμιού)
seasoned. ~ ελαφρά (μαγ) rare breadcrumbs
ψή|νω ρ μτβ cook, (σε κατσαρόλα) ψιχάλα (η) drizzle
stew, (στα κάρβουνά) barbecue. ψιχαλίζει ρ αμτβ απρόσ it’s drizzling
(στη σχάρα) grill, (στο φούρνο) ψίχουλο (τα) breadcrumb
bake, roast, ^ομαι ρ αμτβ cook.
ψιψίνα (η) puss, cat
(αποκτώ πείρά) become
ψοφίμι (το) carcass
experienced, (ωριμάζω, φρούτα)
ripen, (ωριμάζω, μεταφ) mature. ψόφιος επίθ dead (animal).
~νω το ψάρι στα χείλη κττ στην κούραση dead beat
make s.o.’s life a misery, τα ψοφώ ρ αμτβ (ζώο) die. (άνθρωπος)
^σανε they have hit if off kick the bucket. ~ για (επιθυμώ)
ψήσιμο (το) baking be dying for. ^ στην κούραση
be dead tired
ψησταριά (η) charcoal grill.
(μαγαζί) rotisserie ψυγείο (το) refrigerator, (αυτοκ)
radiator, σε *** in cold storage
ψητό|ς επίθ roasted. βοδινό (το)
roast beef. ~ (το) roast, (στα ψυγειοκαταψύκτης (o) fridge-
κάρβουνα) barbecue freezer
ψηφιακός επίθ digital ψυλλΐάζ|ω ρ αμτβ get covered with
fleas. ^»ομαι ρ αμτβ get wind of
ψηφιδωτό (το) mosaic (the fact) (ότι that)
ψηφίζω ρ μτβ/αμτβ vote, (νόμο) ψύλλος (o) flea
pass
ψύξη (η) freezing
ψηφίο (το) digit
ψυχαγωγ|ία (η) recreation, ^ικός
ψήφισμα (το) voting, (συνέλευσης) επίθ recreational
resolution
ψυχαγωγώ ρ μτβ entertain
ψηφοδέλτιο (το) ballot paper ψυχανάλυση (η) psychoanalysis
ψηφοθηρία (η) canvassing ψυχαναλυτής (ο, η) psychoanalyst
ψηφοθηρώ ρ αμτβ canvass ψυχαναλύω ρ μτβ psychoanalyze
ψήφος (ο) vote ψυχή (η) psyche, (άυλη ουσία) soul
ψηφοφορία (η) vote, ballot. ψυχιατρείο (το) psychiatric clinic
(διαδικασία) voting
ψυχιατρικ|ή (η) psychiatry. —ός
ψηφοφόρος (ο, η) voter επίθ psychiatric
ψίδι (το) upper (of shoe) ψυχίατρος (ο, η) psychiatrist
ψιθυρίζω ρ μτβίαμτβ whisper ψυχικ|ός επίθ psychic, (ασθένεια)
ψιθυρισμα (το) whispering mental, '"'ή ετταφή-(^) rapport.
ψιθυριστ|ός επίθ whispering, ^ά ~ό (το) act of charity. ~ά επίρρ
επίρρ under one’s breath mentally
ψίθυρος (ο) whisper ψυχογιός (ο) adopted son.
ψιλά (τα) small change (υπηρέτης) young servant
ψιλή (η) (γραμμ) smooth breathing ψυχοθεραπεία (η) psychotherapy
ψιλικά (τα) haberdashery ψυχοκόρη (η) adopted daughter.
(υπηρετριούλα) servant girl
ψιλικατζίδικο (το) haberdasher’s
ψυχολογημένος επίθ with
ψιλοδουλειά (η) finicky work psychological insight
ψιλοκόβω ρ μτβ chop finely ψυχολογ|ία (η) psychology. ~ικός
ψιλοκομμένος επίθ finely cut επίθ psychological
ψιλοκουβέντα (η) chit-chat ψυχολόγος (ο, η) psychologist
ψιλόλιγνος επίθ weedy ψυχολογώ ρ μτβ understand s.o.’s
ψιλολογώ ρ μτβ split hairs way of thinking
ψυχομαχώ | ωρομίσθιο 226
Bb invar
bacteria /baek'tiaris/ npl (τα)
βακτηρίδια
bad /baed/ a (worse, worst)
babble /'baebl/ vi φλυαρώ κακός, {harmful) βλαβερός.
baboon /bs'burn/ η (ο) βαβουίνος {serious) σοβαρός, {food)
χαλασμένος, feel ^ αισθάνομαι
baby /'beibi/ η (το) μωρό. «—
άσχημα, use ^ language
carriage n {Amer) (το)
βρίζω, '—-mannered α αγενής,
καροτσάκι (μωρού), '"«-sit vi
προσέχω μωρό, «--sitter η (ο, η)
'—-tempered α δύστροπος. ly
adv άσχημα. ly off σε κακή
μπεϊμπισίτερ invar
οικονομική κατάσταση
bachelor /'baetj3b(r)/ η (ο)
εργένης badge /baed^ η (η) κονκάρδα
badger /'baed33(r)/ η (ο) ασβός.
back /back/ η (η) πλάτη, {of ear,
• vt ενοχλώ
house) (το) πίσω μέρος, {of cloth)
(η) ανάποδη, {of hand) (η) ράχη. baffle /‘bsefi/ vt φέρνω σε
• a & adv πίσω. · vt {support) αμηχανία
υποστηρίζω, {bet) στοιχηματίζω bag /basg/ η {handbag) (η) τσάντα.
σε. · vtli {car) κάνω όπισθεν. {sack) (η) σακούλα. s {luggage)
«— door (η) πίσω πόρτα. «— (οι) αποσκευές, {under eyes) (οι)
down υποχοιρώ. —’ of beyond σακούλες. · vt {pt bagged) βάζω
(η) ερημιά. ^ out υπαναχωρώ. σε σάκο, {take) βουτώ
«— to front ανάποδα. «— up baggage /'baegid^ η (οι)
υποστηρίζω, {computing) κάνω αποσκευές
αντίγραφο ασφαλείας. «—-up η baggy /'baegi/ a {clothes)
(η) υποστήριξη σακουλιασμένος
bagpipes | baptize 244
. %
gabble /'gaebl/ vi μιλώ γρήγορα
χοιρομέρι
gang /gasp/ η (η) συμμορία, (of
workmen) (το) συνεργείο. · vi ^
up συνενώνομαι
gangrene /'gaeggrim/ η (η)
γάγγραινα
και ακατάληπτα
gangster /'gaegsts(r)/«(ο)
gable /'geibl/ η (το) αέτωμα γκάνγκστερ invar
gadget /'gsc^it/ η (η) gangway /'gaegwei/ η (of ship) (η)
μικροσυ σκευή σανιδόσκαλα, (aisle) (ο)
Gaelic /'geilik/ α κελτικός. · η (η) διάδρομος
κελτική γλώσσα gaol /d3eil/ η & vt = jail
gag /gaeg/ η (το) φίμωτρο. (Joke) gap /gaep/ η (το) άνοιγμα, (interval)
(το) καλαμπούρι. · νί φιμώνω. · vi (το) διάστημα, (difference) (η)
αναγουλιάζω διαφορά
gaiety /‘geiati/ η (η) ευθυμία gap|e /geip/ vi (be wide open)
gaily /'geili/ adv εύθυμα χάσκω, (stare open-mouthed)
gain /gein/ vt κερδίζω, (acquire) κοιτάζω με ανοιχτό στόμα, *wing
αποκτώ. · vi (of clock) πάω α χαίνων
μπροστά. · n (increase) (η) garage /'gaera:3/ η (το) γκαράζ
αύξηση, (profit) (το) κέδρος. garbage /'gaibidy η (τα)
(acquisition) (η) κατάκτηση σκουπίδια
gait /geit/ η (η) περπατησιά garden /'ga:dn/ η (ο) κήπος.
gala /'ga:l3/ η (η) γιορτή • vi ασχολούμαι με την
galaxy /'gaebksi/ η (ο) γαλαξίας κηπουρική, ^er/7 (ο, η)
gale /geil/ η (η) θύελλα κηπουρός, «-mg η (η) κηπουρική
gall Λρ:1/ η (η) χολή, (impudence: gargle /'ga.gl/ vi κάνω γαργάρα.
si) (το) θράσος, ^-bladder η (η) • η (η)γαργάρα
χοληδόχος κύστη garish /'gesriJV α φανταχτερός και
gallant /'gaebnt/ α γενναίος. κακόγουστος
(chivalrous) ιπποτικός garland /'ga:bnd/ η (η) γιρλάντα
gallery /'gaebri/ η (η) πινακοθήκη. garlic /'ga:lik/ η (το) σκόρδο
(theatr) (ο) εξώστης garment /'ga:m3nt/a (το) ρούχο
galley /'gaeli/ η (kitchen. ship) (το) garnish /'ga:niJ7 η (η) γαρνιτούρα.
μαγειρείο • vt γαρνίρω
gallon /‘gasbn/ η (το) γαλόνι garret /'gaerst/^ (η) σοφίτα
(= 4.5 1) garrison /'gaerisn/ η (η) φρουρά
gallop /'gaebp/ η (ο) καλπασμός. garter /'ga:t3(r)/ η (η) καλτσοδέτα
• vi καλπάζω
gas /gaes/ η (το) αέριο, (domestic)
gallows /gaeboz/ η (η) κρεμάλα (το) γκάζι, (med) (το)
galore /ga'b:(r)/ adv σε αφθονία αναισθητικό. (Amer) (η) βενζίνη.
gamblje /'gaembl/ vt/i παίζω, (fig) • vt δηλητηριάζω με αέρια. ^
ριψοκινδυνεύω. · η (το) τυχερό cooker (η) κουζίνα του γκαζιού.
παχνίδι. '■w on ρισκάρω, ^er η ^ fire (η) σόμπα του γκαζιού. ~
gas I get 314
η (ο) ανώτερος, — ity /-'Drati/ n surf /s3:f/ η (ο) αφρός (των κυμάτων).
(η) ανωτερότητα *~er η (ο, η) σερφίστας. '■wing η
superlative /su:'p3:l9tiv/ a (το) σέρφινγκ invar
υπέρτατος. · η (ο) υπερθετικός surface /'s3:fis/« (η) επιφάνεια.
(βαθμός) • α επιφανειακός. · νί (emerge)
superman /'suipsmsen/ n (o) βγαίνω στην επιφάνεια. · vt (road
υπεράνθρωπος etc.) επιστρώνω
supermarket /'su:p9ma:kit/ η (η) surfboard /'s3:fbo:d/ η (η) σανίδα
υπεραγορά, (το) σούπερ μάρκετ (του σέρφινγκ)
invar surge /S3:d3/ vi ξεχύνομαι.
supernatural /su.po'naetjrol/ a (increase) υψώνομαι. · η (of
υπερφυσικός feeling) (το) κύμα, (forward
superpower /'su:p9pau9(r)/ η (η) movement) (η) απότομη κίνηση.
υπερδύναμη (increase) (το) κύμα
superstiti|on /su:p9'stijn/ η (η) surgeon /'s3:d3an/ η (ο, η)
δεισιδαιμονία, «-ous a χειρούργος
δεισιδαίμων surg|ery /'s3:d39n/ η (η)
supervisje /'su:povaiz/ vt χειρουργική, (place) (το) ιατρείο.
εποπτεύω, «-ion /-'V1311/ η (η) (time) (οι) ώρες ιατρείου. ~ical
εποπτεία. ^or/-s(r)/n (ο) /-d3ikl/ α χειρουργικός
επόπτης, (η) επόπτρια surly /'S3:li/ α κατσούφης
supper /'sAp9(r)/;i (το) δείπνο surmount /sg'maont/ vt υπερπηδώ
supple /sApl/ α ευλύγιστος surname /'s3:neim/ η (το)
supplement /'sAplimant/zz (το) επώνυμο. Cy. (το) επίθετο
συμπλήρωμα. · vt συμπληρώνω. surpass /s9'pa:s/ vt ξεπερνώ
~ary /-'mentri/ a
surplus /'s3:pl9s/ η (το)
συμπλη ρωματικός πλεόνασμα. · α πλεονάζων
supplier /s9'plai9(r)/ η (o) surprisje /sg'praiz/ η (η) έκπληξη.
προμηθευτής
• vt εκπλήττω, ^ed α έκπληκτος
supply /so'plai/ vt εφοδιάζω. (a (at, από). ~ing α εκπληκτικός
need) καλύπτω. ·*· with
surrealism /sg'riglizgni/ η (o)
προμηθεύω με. · η (η) προμήθεια.
σουρεαλισμός
(techn) (ο) εφοδιασμός
surrender /s9'rend9(r)/ vt/i
support /s9'po:t/ vt (hold up)
παραδίδω/ομαι. · η (η) παράδοση
στηρίζω. (strengthen) ενισχύω.
(family etc.) συντηρώ. (tolerate) surround /sg'raund/ vt
ανέχομαι, (sport) υποστηρίζω. · n περιτριγυρίζω. · η (το) πλαίσιο,
(help, backing) (το) (υπο)στήριγμα. be ^-ed by or with με
(keep) (η) συντήρηση. -^er/-9(r)/ περιτριγυρίζουν . ^ing α γύρω,
n (sport) (ο, η) οπαδός, ^ive a «-ings npl (το) περιβάλλον
υποστη ρικτικός surveillance /s3:'veibns/ η (η)
suppose /sg'pguz/ vtli υποθέτω. παρακολούθηση
(think) νομίζω, ^dly adv δήθεν survey1 /sg'vei/ vt επισκοπώ.
suppress /sg'pres/ vt καταστέλλω. (property) εξετάζω, (land)
• (hide) αποσιωπώ, ^ion η (η) χωρομετρώ, ^or η (o)
καταστολή, (η) αποσιώπηση χωρομέτρης
supreme /su:'pri:m/ a ανώτατος survey2 /'s3:vei/ η (η) έρευνα.
surcharge /'s3:tja:d3/ η (η) (report) (η) επισκόπηση, (general
προσαύξηση. (tax) (η) view) (η) ανασκόπηση
επιβάρυνση survival /sg'vaivl/a (η) επιβίωση
sure /Ju9(r)/ a βέβαιος. · adv surviv|e /sg'vaiv/ vt/i επιβιώνω.
βεβαίως, make ^ βεβαιώνομαι. '•«Or /-9(r)/ η (ο) επιζήσας
^ ly adv ασφαλώς susceptible /sg'septgbl/ a
431
suspect | swing
επιδεκτικός. ~ to επιρρεπής σε Σουηδέζα. <vn/) (η) Σουηδία
suspect1 /sa'spekt/ vt υποπτεύομαι. sweep /swi:p/ vtli {pt swept)
(assume) υποψιάζομαι, {doubt) σκουπίζω, {go swiftly) γλιστρώ
αμφιβάλλω για γρήγορα, {road) διαγράφω
suspect2 /'sAspekt/ η (ο) ύποπτος. καμπύλη, {fig) σαρώνω. · η (το)
• α ύποπτος σκούπισμα. {curve) (η) καμπύλη.
suspend /so'spend/ vt κρεμώ. ~ up σκουπίζω, ^ing a {changes
{stop) αναστέλλω, {employee) etc.) σαρωτικός. ^ing
θέτω σε διαθεσιμότητα, {pupil) statement (η) γενίκευση
αποβάλλω προσωρινά sweet /swi:t/ α γλυκός, {fragrant)
suspender /sas'pendoir)/ η (η) μυρωδάτος, {pleasant)
ζαρτιέρα ευχάριστος, {endearing)
suspense /ss'spens/« (η) χαριτωμένος. · η (το) γλυκό.
αβεβαιότητα, {in book etc.) (η) {toffee etc.) (η) καραμέλα, {dish)
αγωνία (το) επιδόρπιο. ^ corn η (το)
καλαμπόκι
suspicion /ss'spijn/ η (η) υποψία.
{trace) (το) ίχνος, ^ous a sweeten /'swi:tn/ vt γλυκαίνω
καχύποπτος. {causing suspicion) sweetheart /'swi:tha:t/ η (ο)
ύποπτος αγαπημένος, (η) αγαπημένη
sustain /sa'stein/ vt συντηρώ. swell /swel/ vtli {pp swollen or
{suffer) παθαίνω swelled) φουσκώνω, πρήζω/ομαι.
{increase) εξογκώνω/ομαι. · n {of
sustenance /'sAstinans/rt (η)
sea) (η) φουσκοθαλασσιά. *»ing
συντήρηση, {nourishment) (η)
η (το) πρήξιμο
θρεπτική αξία
swelter /'swelt9(r)/ vi λιώνω από
swab /swob/ η (η) σφουγγαρίστρα. τη ζέστη. ~ing {heat) a
{med) (το) ταμπόν invar αποπνικτικός
swallow /'swdIou/ vtli καταπίνω. swept /swept/ see sweep
• {bird) η (το) χελιδόνι
swerve /sw3:v/ vi στρίβω απότομα
swam /swaem/ see swim swift /swift/ α γοργός. · n {bird)
swamp /swDmp/ η (το) έλος. (το) πετροχελίδονο. adv
• vt πλημμυρίζω γοργά, γρήγορα
swan /swDn/ η (ο) κύκνος swill /swil/ vt {rinse) ξεπλένω.
swap /swop/ vtli ανταλλάσσω. ·η {drink) κατεβάζω (ποτό). · n {for
(η)ανταλλαγή pigs) υγρή τροφή από υπολείμματα
swarm /swD:m/ η (το) σμήνος. για χοίρους
• νι σχηματίζω σμήνος, {place) swim /swim/ vi {pt swam, pp
είμαι γεμάτος swum, presp swimming)
swarthy /'swo:5i/ α μελαψός κολυμπώ, {room, head)
swat /swot/ vt χτυπώ (απότομα) στριφογυρίζω. · vt {swim across)
διασχίζω κολυμπώντας. · n (το)
sway /swei/ vi κουνιέμαι. (person) κολύμπι. —mer n (o)
ταλαντεύομαι. · vt {influence)
κολυμβητής, (η) κολυμβήτρια,
επηρεάζω αποφασιστικά. · η (η)
'-ming n (το) κολύμπι, -^ming-
επιρροή
bath, '■«ming-pool ns (η) πισίνα.
swear /sweair)/ vtli {pt swore, pp ~ming-costume n (το) μαγιό,
sworn) ορκίζομαι, {curse) ^ming-trunks npl (το) ανδρικό
βλαστημώ. ^ at βρίζω, **-word μαγιό
η (η) βλαστήμια
swindle /'swindl/ vt εξαπατώ.
sweat /swet/ η (ο) ιδρώτας. · vi • n (η) απάτη
ιδρώνω, ^y α ιδορωμένος swine /swain/ npl (τα) γουρούνια
sweater /'sweto(r)/ η (το) swing /swig/ vi αιωρούμαι. {hang)
πουλόβερ invar, Cy. (το) τρικό κρέμομαι, {turn) γυρίζω, {sway)
Swede /swi:d/ η (ο) Σουηδός, (η) ταλαντεύομαι. · vt κουνώ.
swipe I tactics 432
(ο) όρος. '"'S npl (comm) (oi) textile /'tekstail/ η (το) ύφασμα
όροι, come to with texture /'tekstJa(r)/ η (η) υφή
συμβιβάζομαι με. on good Thames /temz/ η (ο) Τάμεσης
σε καλές σχέσεις than /5aen, 5an/ conj από
terminal /'t3:minl/ a τελικός. thank /0asgk/ vt ευχαριστώ. ^s
(med) θανατηφόρος. · n (rail) (το) npl (οι) ευχαριστίες. ~s!
τέρμα, (computer) (το) τερματικό. ευχαριστώ, ^s to χάρη σε. **
(electr) (ο) ακροδέκτης, (aviat) you ευχαριστώ
(το) τέρμιναλ invar thankful /'0eeqkfl/ a ευγνώμων
terminate /'t3:mineit/ vt that /5aet, 5at/ a & pron (pi those)
τερματίζω. · vi λήγω (in, σε) εκείνος. · adv τόσο. · relpron
terminology /t3:mi'nDbd3i/ η (η) που, ο οποίος. · conj ότι. so
ορολογία ώστε
terminus /'t3:min9s/« (το) τέρμα thatch /0aetf/ η (η) στέγη από
terrace /'teras/ η (η) ταράτσα άχυρο
terrain /ta'rein/ η (το) έδαφος thaw /θο:/ vt/i λιώνω, (defrost)
terrestrial /ti'restrial/ a γήινος ξεπαγώνω. · η (το) λιώσιμο
terribl|e /' terabl/ a τρομερός. ~y the /δ9, δί:/, def art ο, η, το
adv τρομερά, (very) πολύ theatrje /'0iata(r)/ η (το) θέατρο.
terrific /ta'rifik/ a τρομαχτικός. ^ical /-'aetrikl/ α θεατρικός
(excellent) καταπληκτικός theft /0eft/ η (η) κλοπή
terrify /'terifai/ vt τρομοκρατώ. their /dea(r)/ α (δικός, δική, δικό)
^ing a τρομαχτικός τους
territorial /ten'to:rial/ a εδαφικός theirs /0eaz/ poss pron δικός/δική/
territory /'teritri/ η (το) έδαφος δικό τους
terror /'tero(r)/ η (ο) τρόμος them /δεηι, 0am/ pron αυτούς,
αυτές, αυτά, (after prep) τους, τις,
terroris|t /'terorist/ n (o)
τα
τρομοκράτης, ^m /-zom/ η (η)
τρομοκρατία theme /0i:m/ η (το) θέμα, ^park η
(το) θεματικό πάρκο
terrorize /'teroraiz/ vt τρομοκρατώ
themselves /dam'selvz/pron
terse /t3:s/ a λακωνικός
(αυτοί) οι ίδιοι, they did not by
test /test/ η (η) δοκιμή, (exam) (το) ··* το έκαναν μόνοι τους
διαγώνισμα. · vt δοκιμάζω.
then /δεη/ adv τότε, (next) μετά.
~-tube η (ο) δοκιμαστικός
(therefore) έτσι. · α &η τότε
σωλήνας
theology /0i'Dbd3i/ η (η) θεολογία
testament /'testomont/ η (η)
διαθήκη theoretical /0ia'retikl/ a
θεωρητικός
testicle /'testikl/ η (ο) όρχις
theory /'Θΐ9π/ η (η) θεωρία
testify Γ testifai/ vt/i μαρτυρώ
therap|y /'0erapi/ η (η) θεραπεία.
testimonial /testi'moumol/ η (η) ~eutic /-'pju:tik/ a
συστατική επιστολή
θεραπευτικός, ^ista(o)
testimony /'testimoni/ η (η) θεραπευτής, (η) θεραπεύτρια
μαρτυρία
there /0ea(r)/ adv εκεί. · int να.
tetanus /'tetonos/ η (ο) τέτανος is, ** are υπάρχει, υπάρχουν,
tether /'te0a(r)/ vt δένω ^abouts adv πάνω κάτω, rafter
text /tekst/ η (το) κείμενο. adv μετά απ' αυτό, '"'by adv μ'
~ message η (το) γραπτό αυτό τον τρόπο
μήνυμα. ^ vt στέλνω μήνυμα therefore l'desh:(r)/ adv
(SMS) επομένως, γι’ αυτό
textbook /'tekstbok/ η (το) thermal /'03:ml/ α θερμικός.
εγχειρίδιο (clothing) θερμαντικός
437 thermometer | throes
thermometer /0a'mDmit3(r)/ η (το) καλός, (person) επιμελής. — ly
θερμόμετρο adv καλά, εξονυχιστικά
Thermos /'03:m3s//7 — (flask) (P) thoroughbred /'0Ar9bred/«
(το) θερμός invar καθαρόαιμος
thermostat /'03:m3staet/ n (o) thoroughfare /'Θλγ9Αβ9(γ)//ϊ (η)
θερμοστάτης αρτηρία (δρόμος)
thesaurus /0i'so:r9s/ η (το) those /09oz/ see that
αντιλεξικό
though /5so/ conj αν και. · adv
these /δΐ:ζ/ see this (Jam) παρόλα αυτά
thesis /'0i:sis/ η (η) διατριβή thought /0o:t/ see think. · η (η)
they /5ei/pron αυτοί, αυτές, αυτά. σκέψη, (idea) (η) ιδέα
(unspecified) όσοι, όσες, όσα. — thoughtful /'09:tflla
say that λένε ότι συλλογισμένος, (considerate) που
thick /0ik/ α παχύς, (dense) πυκνός. σκέφτεται τους άλλους
(hoarse) βραχνός, (stupid: fam)
thoughtless /'0o:tlis/a
κουτός. · adv = thickly. · n in the
ασυλλόγιστος, (inconsiderate)
of στην καρδιά (with gen), — ly απερίσκεπτος
adv παχιά, πυκνά, —-skinned a
χοντρόπετσος thousand /'0aoznd/ a χίλιοι.
• η (το) χίλια
thicken /'0ik9n/ vt/i πυκνώνω
thrash /0raejV vt ξυλοκοπώ. (defeat)
thicket /'0ikit/« (η) λόχμη
κατατροπώνω
thickset /0ik'set/a
χοντροκαμωμένος
thread /0red/ η (η) κλωστή, (of
screw) (το) σπείρωμα. · vt (needle)
thief /0i:f/ η (ο) κλέφτης περνώ κλωστή σε
thigh /0ai/ η (ο) μηρός
threadbare /‘0redbe9(r)/ a
thimble /'0imbl/« (η) δαχτυλήθρα τριμμένος
thin /θιη/ a λεπτός, (person) threat /0ret/ η (η) απειλή
αδύνατος, ισχνός, (weak)
αδύνατος, (sparse) αραιός.
threaten /‘0retn/ vt/i απειλώ.
— ing a απειλητικός
• adv = thinly. • vt/i αραιώνω.
— ly adv αραιά three /Θγϊ:/ a τρεις. · η (το) τρία,
thing /θιη/ η (το) πράγμα, —s —-dimensional a
(belongings) (τα) πράγματα τρισδιάστατος, —-quarters n
(τα) τρία τέταρτα
think /0iqk/ vt/i (pt thought)
σκέφτομαι, (deem) νομίζω. I — thresh /0rej/ vt αλώνιζα»
so έτσι νομίζω. — about or of threshold /'0rejh9old/ η (το)
σκέφτομαι. — over κατώφλι
ξανασκέφτομαι. — up επινοώ threw /0ru:/ see throw
third /03:d/ a τρίτος. · η (το) thrift /0rift/ η (η) φειδώ. —y a
τρίτον, —-rate a τρίτης φειδωλός
κατηγορίας thrill /ΘγιΙ/ η (το) ρίγος.
thirst /03:st/ η (η) δίψα. —y a (excitement) (η) συγκίνηση.
διψασμένος. be — y διψώ • vt/i συγκινώ/ούμαι. —ing a
thirteen /03:'ti:n/ a δεκατρείς. συναρπαστικός
• η (το) δεκατρία. —th a δέκατος thriller /'0rib(r)/ η (το) θρίλερ
τρίτος. · η (το) δέκατο τρίτο invar
thirty /'03:ti/ a & η τριάντα thrive /0raiv/ vi ευημερώ. —e on
this /5is/ a & pron (pi these) ευδοκιμώ σε
αυτός, αυτή, αυτό throat /0raut/ η (ο) λαιμός
thistle /'0isl/ η (το) γαϊδουράγκαθο throb /0rDb/ vi χτυπώ, (heart)
thorn /θο:η/ η (το) αγκάθι πάλλομαι. · η (ο) παλμός, (of
thorough /'Θλγ9/« πλήρης. (deep) engine) (το) μούγκρισμα
εξονυχιστικός, (cleaning etc.) throes /0rauz/ npl (οι) ωδίνες, in
throne | timely 438
the ~ of στη μέση (μιας (το) (η) θυρίδα εκδόσεως
ταλαιπωρίας) εισιτηρίων
throne /Grsun/ η (ο) θρόνος tickle /'tiki/ vt γαργαλώ. · η (το)
throng /θιποη/ η (η) συρροή γαργάλισμα
throttle / Grotl/ vt στραγγαλίζω ticklish /'tiklij/ α που γαργαλιέται
through /Oru:/prep διαμέσου. tidal /'taidl/ α παλιρροιακός
(iduring) καθόλη τη διάρκεια, (by tide /taid/ η (η) παλίρροια, (of
means of) μέσω, (thanks to) λόγω. events) (το) κύμα, high/low '« (η)
• adv καθόλη τη διάρκεια. πλυμμυρίδα/(η) άμπωτη
(entirely) πέρα ως πέρα. · a (train tid|y /'taidi/ α συγυρισμένος.
etc.) κατευθείαν, put s.o. ~ (amount: fam) σεβαστός. · vt/i ^y
(telec) συνδέω κπ (up) συγυρίζω, *«iness η (η)
throughout /0ru:'aot//>re/? σε όλο τάξη
το διάστημα (with gen ). tie /tai/ vt/i (fasten) προσδένω, (a
• adv παντού knot) δένω, (link) συνδέομαι.
throw /0rso/ vt (pt threw, pp (sport) έρχομαι ισόπαλος. · η (ο)
thrown) ρίχνω, πετώ. · η (το) δεσμός, (necktie) (η) γραβάτα.
ρίξιμο. away πετώ. ^ out (sport) (η) ισοπαλία, (restriction)
(person) πετώ έξω. (thing) πετώ, (το) εμπόδιο
απορρίπτω. up (vomit) κάνω tier /ti3(r)/ η (in stadium) (η)
εμετό
κερκίδα, (of cake) (ο) όροφος
thrush /Θγλ]7 η (η) κίχλη, (η) tiger /'taiga(r)/ η (η) τίγρη
τσίχλα
tight /tait/ a (rope) τεντωμένος.
thrust /0rASt/ vt σπρώχνω (με (clothes) στενός, (firm) σφιχτός.
δύναμη), (push in) μπήγω. · η (η)
(control) αυστηρός. · adv (hold)
ώθηση
σφιχτά, (shut) ερμητικά.
thud /Θλ(1/ η (ο) γδούπος '«-fisted α σφιχτοχέρης. *«ly
thug /0Ag/ η (ο) κακοποιός adv σφιχτά, ερμητικά
thumb /Θλγπ/ η (ο) αντίχειρας. · vt tighten /'taitn/ vt/i συσφίγγω, (a
(book) φυλλομετρώ. ^ a lift screw) σφίγγω, (control) αυξάνω
κάνω οτοστόπ
tightrope /'taitrsup/ η (το)
thump /0vmp/ vt γρονθοκοπώ. · vi τεντωμένο σχοινί
χτυπώ δυνατά. · η (ο) υπόκωφος tights /taits/ npl (τα) καλσόν invar
κρότος
tile /tail/ η (το) πλακάκι, (on rooj)
thunder /'0Ands(r)/ η (η) βροντή. (το) κεραμίδι
• vi βροντώ
till /til/ vt οργώνω. · prep & conj =
thunderbolt /'0And3b3ult/« (ο) until. · η (το) συρτάρι ταμειακής
κεραυνός
μηχανής
thunderstorm /'0And9sto:m/ η (η) tilt /tilt/ vt/i γέρνω
θύελλα με βροντές και κεραυνού
timber /'timb3(r)/ η (η) ξυλεία.
Thursday /'03.-zdi/ η (η) Πέμπτη
(trees) (τα) δέντρα
thus /5as/ adv έτσι
time /taim/ η (ο) χρόνος, (moment)
thwart /θ\νο:ί/ vt ανατρέπω (η) στιγμή, (epoch) (η) εποχή.
thyme /taim/ η (το) θυμάρι (occasion) (η) φορά, (by clock) (η)
thyroid /'0airoid/ n ^ (gland) (o) ώρα. · vt (choose time) καθορίζω
θυρεοειδής (αδένας) το χρόνο, (measure) ρυθμίζω.
tic /tik/ η (το) τικ invar (race) χρονομετρώ, have a good
tick /tik/ η (το) τικ τακ (ρολογιού) περνώ καλά, in *« εγκαίρως.
invar, (mark) (το) σημάδι, (insect) (eventually) με τον καιρό, on ^
(το) τσιμπούρι. · vi χτυπώ στην ώρα. three ~s four τρεις
(ρυθμικά). · vt σημειώνω με ένα χ φορές το τέσσερα
ticket /'tikit/ η (το) εισιτήριο. timeless /'taimlis/ α άχρονος
(label) (η) ετικέτα. ~ office η timely /‘taimli/ α έγκαιρος
439
timetable | tomboy
timetable /'taimteibl/w (το) to) για να. ^-do n (η) φασαρία,
χρονοδιάγραμμα twenty seven (by clock) επτά
timid /'timid/ α δειλός, {fearful) παρά είκοσι, walk — and fro
φοβητσιάρης πηγαινοέρχομαι
timing /'taimig/ η (ο) χρονισμός. toad /tsod/ n (ο) φρύνος
{sport) (η) χρονομέτρηση toadstool /'tsudstuil/ n (το)
tin /tin1 η (ο) κασσίτερος. μανιτάρι
{container) (η) κονσέρβα. · vt toast /taust/ n (η) φρυγανιά.
κονσερβοποιώ. foil η (το) (drink) (η) πρόποση. · vt
αλουμινόχαρτο, ^-opener n (το) φρυγανίζω, (drink to) πίνω στην
ανοιχτήρι (κονσέρβας), ^ned a υγεία (with gen), ^er n (η)
της κονσέρβας φρυγανιέρα
tinge /tindy vt βάφω ελαφρά. tobacco /ts'baeksu/ n (ο) καπνός,
• η (ο) απόχρωση ^nist’s (shop) n (το)
tingle /Ίιημΐ/ vi μυρμηγκιάζω. καπνοπωλείο
• η (το) μυρμήγκιασμα toboggan /ta'bogsn/ n (το)
tinker /'tiQks(r)/ η (ο) γανωματής. τόμπογκαν invar
• vi ^ (with) σκαλίζω today /ta’dei/ n (το) σήμερα.
(μηχανήματα) • advσήμερα
tinkle /'tirjkl/ vi κουδουνίζω. · n toe /tsu/ n (το) δάχτυλο του
(το) κουδούνισμα ποδιού. · vt ·+· the line
tinsel /‘tmsl/ «(η) συμμορφώνομαι
χριστουγεννιάτικη γιρλάντα toenail /'tsuneil/ n (το) νύχι του
tint /tint/ η (η) απόχρωση, {for ποδιού
hair) (το) χρώμα. · vt βάφω, {glass) toffee /'tDfi/ n είδος καραμέλας
χρωματίζω together /ta'ge6a(r)/ adv μαζί, (at
tiny /'taini/ α μικροσκοπικός same time) ταυτοχρόνως
tip /tip/ vtli {tilt) γέρνω, {overturn) toil /toil/ vi μοχθώ. · n (ο) μόχθος
ανατρέπω, {pour) αδειάζω. toilet /'toilit/ n (lavatory) (το)
{reward) δίνω πουρμπουάρ σε. · n αποχωρητήριο, (η) τουαλέτα.
{reward) (το) πουρμπουάρ invar. bag n (το) τσαντάκι με είδη
(advice) (η) πληροφορία, (end) (η) τουαλέτας. paper η (το) χαρτί
άκρη, {for rubbish) (η) χωματερή υγείας. ~ roll η (ο) ρόλος υγείας
tipsy /'tipsi/ a ζαλισμένος (από το toiletries /'toilitriz/ npl (τα) είδη
ποτό) τουαλέτας
tiptoe /'tiptao/ n on στις μύτες token /'tookon/ η (το) δείγμα.
των ποδιών (voucher) (το) δελτίο, (coin) (το)
tiptop /'tiptDp/ a (fam) πρώτης κέρμα. · α συμβολικός
τάξης told /toold/ see tell. · a all ~
tir|e /'taia(r)/ vtli κουράζω/ομαι. συνολικός
~ing a κουραστικός tolerable /'tDlorobl/ α υποφερτός.
tired /'taisd/ a κουρασμένος, be *** (not bad) ανεκτός
of έχω βαρεθεί toleran|t /'tDloront/ α ανεκτικός.
tiresome /'taiasam/ a ενοχλητικός ~~ce η (η) ανεκτικότητα
tissue /'tiju:/ n (ο) ιστός. tolerate /'tDloreit/ vt ανέχομαι
(handkerchief) (το) χαρτομάντιλο. toll /tsul/ v/ (bell) χτυπώ πένθιμα.
~-paper n (το) μαλακό χαρτί • η (τα) διόδια, death ^ (ο)
tit /tit/ n (bird) (ο) καλόγερος. ~ αριθμός των θυμάτων
for tat ένα σου κι ένα μου tom /tDmI η ~(-cat) (ο) γάτος
titbit /'titbit/ η (η) λιχουδιά tomato /ta'maitau/ η (η) ντομάτα
title /'taitl/ n (ο) τίτλος tomb /tu:m/ η (το) μνήμα
to /tu:/prep (towards) σε. (until) tomboy /'tDmboi/ η (το)
έως. (with infinitive) να. (in order αγοροκόριτσο
tombstone | toupee 440
tombstone /'tuimstsun/ η (η) topple /'topi/ vi ανατρέπομαι.
ταφόπετρα • ν/ ανατρέπω
tomorrow /ts'morao/ η (το) αύριο. torch /tDitJV η (ο) φακός, (flaming)
• adv αύριο, the day after ~ (ο) πυρσός
μεθαύριο tore /to:(r)/ see tear
ton /L\n/ η (ο) τόνος (= 1016 k). torment1 /'toiment/ η (το)
metric ~ (ο) μετρικός τόνος μαρτύριο
(= 1000 κ). of (Jam) πάρα torment2 /to:'ment/ vt βασανίζω
πολλά
torn /to:n/ see tear
tone /toon/ η (ο) τόνος. (colour) (η) tornado /toi'neidso/ n (o)
απόχρωση. · vt *** down
ανεμοστρόβιλος
μετριάζω. · vi *** up (muscles)
δυναμώνω
torpedo /to:'piidsu/ η (η) τορπίλη.
• vt τορπιλίζω
tongs /tDgz/ npl (η) τσιμπίδα
torrent /'tDrsnt/ η (ο) χείμαρρος.
tongue /tvrj/ η (η) γλώσσα. ~ial /ta'renjl/ α καταρρακτώδης
^-in-cheek adv ειρωνικά
torso /'toisso/ η (ο) κορμός
tonic /'tDnik/ η (το) τονωτικό.
• a τονωτικός. ~ water η (το) tortoise /'toitss/ η (η) χελώνα
τόνικ invar tortoiseshell /'toitasjel/ η (η)
ταρταρούγα
tonight /to'nait/ adv & η απόψε,
(σήμερα) το βράδυ, tortuous /'tortfuss/ α ελικοειδής.
tonne /t\n/ η (ο) τόνος (mind) ύπουλος
tonsil /'tonsl/ η (η) αμυγδαλή. torture /'t9:tj3(r)/ η (το)
βασανιστήριο. · vt βασανίζω
^litis /-'laitis/ η (η) αμυγδαλίτιδα
too /tu:/ adv και. (also) επίσης. toss /tDs/ vt ρίχνω, (pancake)
much α πάρα πολύ πετώ. <■»*· and turn (in bed)
στριφογυρίζω. ^ up στρίβω
took /tuk/ see take
νόμισμα
too! /tu:l/ η (το) εργαλείο, ^-box
tot /tDt/ η (ο) μικρούλης, (of liquor)
η (το) κουτί για τα εργαλεία
(το) ποτηράκι
toot /tu:t/ η (το) κορνάρισμα vi
total /’tsotl/ α ολικός. (absolute)
κορνάρω
ολοκληρωτικός. · η (το) σύνολο.
tooth /tu:0/ η (pi teeth) (το) δόντι. • vi ανέρχομαι, in ~ συνολικά,
~ache η (ο) πονόδοντος. '«ly adv τελείως
^brush η (η) οδοντόβουρτσα.
totter /’tDt3(r)/ vi τρικλίζω
^paste η (η) οδοντόπαστα,
'-'pick η (η) οδοντογλυφίδα touch /tAtJV vt αγγίζω, (reach)
φτάνω, (move) συγκινώ. · vi
top /top/ η (highest point) (η)
έρχομαι σε επαφή. · η (το)
κορυφή, (upper part) (το) πάνω
άγγιγμα, (sense) (η) αφή. (contact)
μέρος, (upper surface) (η) άνω
(η) επαφή, get in with
επιφάνεια, (toy) (η) σβούρα, (lid)
έρχομαι σε επαφή με. ^ on
(το) κάλυμμα, (of bottle) (το)
θίγω. ~ up ρετουσάρω. ~ wood
καπάκι, (of tube) (το) πώμα, (of
χτυπώ ξύλο
list) (η) αρχή. · α κορυφαίος, (in
rank) ανώτατος, (best) καλύτερος. touching /‘ΐΛφη/ α συγκινητικός
(maximum) μέγιστος. · vt είμαι touch-tone /tAtJtaun/ α τονικός
πρώτος, (exceed) υπερβαίνω. touchy /'tAtJV α εύθικτος
hat η (το) ημίψηλο, ^-heavy α tough /tAf/a σκληρός, (strong)
βαρύτερος στην κορυφή. ^ γερός, (difficult) δύσκολος. · n (o)
secret α αυστηρά απόρρητο. ~ κακοποιός
up ν/ ανανεώνω τον χρόνο toughen /'tAfn/ vt (strengthen)
ομιλίας σκληραίνω, (person)
topic /'tDpik/ η (το) θέμα σκληραγωγώ
topical /'tDpikl/ α επίκαιρος toupee /'tu:pei/ η (η) περούκα
441 tour I transcribe
tour /tus(r)/ η (ο) γύρος, (sport etc.) η (το) μποτιλιάρισμα, «'-lights
(η) τουρνέ invar. · vt περιοδεύω npl (ο) σηματοδότης. «» warden
tourism /'tusrizam/ n (o) η (ο, η) τροχονόμος
τουρισμός tragedy /'trad39di/ η (η) τραγωδία
tourist /'tuarist/ η (ο) τουρίστας, tragic /'traed3ik/ α τραγικός
(η) τουρίστρια. · a τουριστικός trail /treil/ vi σέρνομαι, (lag)
office η (το) τουριστικό παραμένω, (plant) αναρριχιέμαι.
γραφείο • vt σέρνω, (follow)
tournament /'toinamant/ η (το) παρακολουθώ. · η (η)γραμμή.
τουρνουά invar (path) (το) μονοπάτι
tousle /‘tauzl/ vt ανακατώνω trailer /'treila(r)/ η (το) τρέιλερ
tow /tau/ vt ρυμουλκώ. · η (η) invar, (caravan: Amer) (το)
ρυμούλκηση, «--path η (το) τροχόσπιτο, (film) (οι) σκηνές
μονοπάτι (δίπλα σε κανάλι), «—rope (ταινίας)
η (το) σχοινί ρυμούλκησης train /trein/ η (το) τρένο.
toward(s) /ta'wo:d(z)/prep προς (procession) (η) ακολουθία, (of
towel /'taual/ η (η) πετσέτα dress) (η) ουρά. · vt (instruct)
εκπαιδεύω, (sport) προπονώ.
tower /'taoa(r)/ η (ο) πύργος.
(animal) γυμνάζω, (aim) στρέφω.
• νί above δεσπόζω
• vi ασκούμαι, «'ed a
town /taon/ η (η) πόλη. hall η διπλωματούχος. ~ee η (ο)
(το) δημαρχείο
εκπαιδευόμενος, «-era (ο)
toxic /'tDksik/ α τοξικός προπονητής, (of animals) (ο)
toxin /'tDksin/ η (η) τοξίνη εκπαιδευτής. «*ers npl (shoes)
toy /toi/ η (το) παιχνίδι. · a (τα) παπούτσια (αθλητικά). «-mg
παιδικός. · vi «- with παίζω με η (η) προπόνηση, (η) εκπαίδευση
trace /treis/ η (το) ίχνος. · vt (draw) traipse /treips/ vi περπατώ
σχεδιάζω, (with tracing-paper) κουρασμένα
ξεσηκώνω, (find) ακολουθώ τα trait /treit/ η (το) χαρακτηριστικό
ίχνη traitor /'treita(r)/ η (ο) προδότης,
track /trak/ η (το) ίχνος, (path) (η) προδότρια
(το) μονοπάτι, (sport) (ο) στίβος. tram /tram/ η (το) τραμ invar
(of rocket etc.) (η) τροχιά, (rail) tramp /tramp/ vi περπατώ βαριά.
(η) γραμμή. · vt ακολουθώ τα • η (vagrant) (ο) αλήτης, (hike) (ο)
ίχνη (with gen), keep «- of μακρινός περίπατος
παρακολουθώ. «- down trample /'trampl/ vt/i«- (on)
ανακαλύπτω. ~ suit η (η) φόρμα ποδοπατώ
(γυμναστικής) trampoline /'trampalim/ η (το)
tract /trakt/ η (land) (η) έκταση. τραμπολίνο
(pamphlet) (το) φυλλάδιο trance /trains/ η (η) κατάσταση
tractor /'traekta(r)/ η (το) τρακτέρ υπνώσεως
invar tranquil /‘tragkwil/ α ήρεμος
trade /treid/ η (το) εμπόριο. tranquillizer /'traqkwilaiza(r)/ n
(occupation) (το) επάγγελμα. (το) ηρεμιστικό
(people) (οι) έμποροι. · vt/i transact /tran'zaekt/ vt
εμπορεύομαι. «- mark η (το) συναλλάσσομαι, «-ion /-Jn/ η (η)
(εμπορικό) σήμα. «- union η (το) συναλλαγή
συνδικάτο. «- wind η (ο) αληγής transatlantic /tranzat'laentik/ a
άνεμος, «-r /-a(r)/ η (ο) έμπορος υπερατλαντικός
tradition /tra'dijn/ η (η) παράδοση. transcend /tran'send/ vt
~al α παραδοσιακός υπερβαίνω (όρια ή προσδοκίες)
traffic /'trafik/ η (η) οδική transcribe /trans’kraib/ vt
κυκλοφορία, (trading) (η) αντιγράφω, (recorded sound)
διακίνηση. · vt/i διακινώ. «- jam μεταγράφω
transfer | trend 442
transfer1 /traens'f3:(r)/ vt/i ταξιδιωτικό πρακτορείο,
μεταφέρω/ομαι. (job) μεταθέτω/ —-sickness η (η) ναυτία. —ler
ομαι. · vt (property) μεταβιβάζω. /-a(r)/ n (ο) ταξιδιώτης, (η)
(drawing) ξεσηκώνω ταξιδιώτισσα. tier’s cheque n
transfer2 /'transf3:(r)/ η (η) (η) ταξιδιωτική επιταγή, —ling n
μεταφορά, (of job) (η) μετάθεση. (τα) ταξίδια. · a ταξιδιωτικός
(of property) (η) μεταβίβαση. travesty /'travasti/ n (η)
(paper) (η) χαλκομανία διακωμώδηση
transform /trans'fa:m/ vt trawler /'tro:la(r)/ n (η) τράτα
μεταμορφώνω, nation tray /trei/ n (ο) δίσκος, (on desk)
/-3'meijn/ η (η) μεταμόρφωση (η) επιστολοθήκη
transfusion /trans'Qu:3n/ η (η) treachery /’tretjari/ n (η)
μετάγγιση προδοσία
transistor /tran'zista(r)/ η (το) treacle /'tri:kl/ n (η) μελάσα
τρανζίστορ invar tread /tred/ vi (pt trod, pp
transit /'transit/ η (η) trodden) περπατώ. · vt πατώ.
διαμετακόμιση • n (step) (το) σκαλοπάτι, (of tyre)
transition /tran'zi3n/« (η) (το) πέλμα (ελαστικού)
μετάβαση treason /'tri:zn/ n (η) προδοσία
transitive /'traensativ/ a μεταβατικός treasure /'tre3a(r)/ n (ο) θησαυρός.
• vt φυλάω σαν θησαυρό. — r
translatje /tranz'leit/ vt
/-a(r)/ n (ο) ταμίας
μεταφράζω, — ion /-Jn/ η (η)
μετάφραση. —or /-a(r)/ n (o) treasury /'tre3ari/ n (το)
μεταφραστής, (η) μεταφράστρια θησαυροφυλάκιο, (of
organization) (το) ταμείο
transmijt /traenz'mit/ vt μεταδίδω.
—SSion /-Jn/ η (η) μετάδοση. treat lirr.il vt μεταχειρίζομαι.
—tter /-a(r)/ η (ο) αναμεταδότης (consider) φέρομαι, (med)
υποβάλλω σε θεραπεία. · n (η)
transparent /trans'paerant/ a (ιδιαίτερη) ευχαρίστηση.
διαφανής
(present) (το) κέρασμα. — s.O. to
transplant1 /trans'pla:nt/ vt sth. κερνώ κτ σε κπ
(plant) μεταφυτεύω, (med) treatise /'tri:tiz/ η (η) πραγματεία
μεταμοσχεύω
treatment /'tri:tmant/ η (η)
transplant2 /'transplant/ η (η) μεταχείριση, (med) (η) θεραπεία
μεταμόσχευση
treaty /'tri.ti/ η (η) συνθήκη
transport1 /tran'spa:t/ vt treble /'trebl/ a τριπλάσιος.
μεταφέρω • vt/i τριπλασιάζω/ομαι. · n (mus)
transport2 /'transpa:t/ η (το) (ο, η) υψίφωνος
μεταφορικό μέσο, nation tree /tri:/ n (το) δέντρο
/-'teijn/ η (η) μεταφορά
trek /trek/ n (το) μακρινό και
trap /trap/ η (η) παγίδα. · vt δύσκολο ταξίδι
παγιδεύω, (jam) πιάνομαι trellis /'trelis./ η (το) καφασωτό
trapdoor /'trapcb:(r)/ η (η) tremble /'trembl/ vi τρέμω
καταπακτή
tremendous /tri'mendas/ a
trapeze /tra'pi:z/ η (η) δοκός (στη καταπληκτικός, (huge) τεράστιος.
γυμ ναστική) (excellent) άριστος
trash /traj/ η (τα) σκουπίδια. tremor /'trema(r)/ n (το)
(nonsense) (οι) σαχλαμάρες τρεμούλιασμα, (med) (ο) τρόμος,
trauma /'tro:ma/ η (το) τραύμα. (earth) — (η) δόνηση
'—tic /-'maetik/ a τραυματικός trench /trentj/ n (το) χαντάκι.
travel /'travl/ vi ταξιδεύω. · vt (mil) (το) χαράκωμα
γυρίζω (μια χώρα). · n — s (τα) trend /trend/ n (η) ροπή, (fashion)
ταξίδια. — agency n (το) (η) μόδα
443
trespass | truncheon
trespass /'trespas/ vi — on tripod /'traipDd/ η (το) τρίποδο
παραβιάζω
trite /trait/ α κοινότοπος
trial /'traial/ η (η) δοκιμή. (Jur) (η)
δίκη. (ordeal) (η) δοκιμασία
triumph /'traiAmf/ η (ο) θρίαμβος.
• vi θριαμβεύω. ~ant /-Amfnt/ a
triang|le /'traueggl/ η (το) τρίγωνο. θριαμβευτικός
~ular /-'aeggjol3(r)/ α τριγο^νικός
trivial /'trivial/ α ασήμαντος, ^ity
tribe /traib/ η (η) φυλή
/-'aetati/ η (η) ασημαντότητα
tribulation /tribjo'leijn/zi (το)
βάσανο trod, trodden /trod, trodn/ see
TREAD
tribunal /trai'bju.nl/ η (το) (ειδικό)
δικαστήριο trolley /'troll/ η (το) καροτσάκι
tributary /‘tribjijtri/« (ο) trombone /trom'baun/ η (το)
παραπόταμος τρομπόνι
tribute /'tribjurt/ η (ο) φόρος τιμής troop /tru:p/ η (η) (μεγάλη) ομάδα.
trick /trik/ η (το) κόλπο. ^S (mil) (τα) στρατεύματα
(stratagem) (το) τέχνασμα, (joke) trophy /'trsufi/ η (το) τρόπαιο
(η) φάρσα, (at cards) (η) tropic /'tropik/ η (ο) τροπικός.
χαρτωσιά. · vt ξεγελώ ^al α τροπικός
trickery /'trikari/ η (η) απάτη trot /trot/ η (ο) τροχασμός. · vi
trickle /'trikl/ vt/i στάζω. · η (η) τροχάζω
αργή ροή trouble /'trAbl/ η (ο) κόπος.
tricky /'triki/ a (problem) δύσκολος (inconvenience) (η) ενόχληση.
tricycle /'traisikl/ η (το) τρίκυκλο (conflict) (η) ταραχή, (med) (η)
tried /traid/ see try πάθηση, (meek) (η) βλάβη.
trifl|e /'traifl/ η (το) ασήμαντο • vt/i ανήσυχα», be in ^ έχω
πράγμα, (small amount) (η) μπελάδες, be ^d about
ασήμαντη ποσότητα, — mg a ανησυχώ για. take ^ μπαίνω
ασήμαντος στον κόπο, ^-maker η (ο)
trigger /'tng9(r)/ η (η) σκανδάλη ταραχοποιός, "-somea
ενοχλητικός
trigonometry /triga'nDmitri/w (η)
τριγωνομετρία trough /trof7 η (η) γούρνα
trim /trim/ a περιποιημένος. troupe /tru:p/ η (ο) θίασος
(figure) λεπτός. · vt (cut) κόβω. trousers /'traozaz/ npl (το)
(hedge) κλαδεύω, (hair) κόβω παντελόνι
ελαφρά. · n (cut) (το) κόψιμο. trout /traut/ η invar (η) πέστροφα
(decoration) (η) διακόσμηση. trowel /'traosl/ η (το) μυστρί
**»mings npl (decorations) (η) truant /'tru.snt/ η (ο) σκασιάρχης
γαρνιτούρα
truce /tru:s/ η (η) εκεχειρία
trinket /'trigkit/ η (το) μπιχλιμπίδι
truck /trAk/ η (το) φορτηγό
trio /'trirau/ (το) τρίο invar
trip /trip/ vt κάνω (διακόπτη) να trudge /trAd3/ vi περπατώ με κόπο
πέσει. · vi παραπατώ. · η (journey) true /tru:/ α αληθινός, (genuine)
(το) ταξίδι, (outing) (η) εκδρομή. πραγματικός, (loyal) πιστός
(stumble) (το) παραπάτημα, ^ up truffle /'trAll/ η (η) τρούφα
vi σκοντάφτω. · vt βάζω truly /'tru.li/ adv αληθινά.
τρικλοποδιά, (sincerely) πραγματικά, yours ^
tripe /traip/ η (ο) πατσάς. με εκτίμηση
(nonsense: fam) (οι) μπούρδες trump /trAmp/ n (card) (το) ατού
triple /'tripl/ α τριπλός. · vt/i invar
τριπλασιάζω/ομαι trumpet /'trAmpit/ η (η) σάλπιγγα.
triplets /'triphts/ npl (τα) τρίδυμα ^er /-s(r)/ η (ο) σαλπιγκτής
triplicate /'triplikat/ n in ~ σε truncheon /'trAntJsn/ η (το)
τριπλότυπο γκλομπ invar
trundle | turn 444
trundle /'trAndl/ vt/i κυλώ βαριά tumour /'tju:m3(r)/ η (ο) όγκος
trunk /trAgk/ n (of body, tree) (o) tumult /'tjuimAlt/ η (η) ταραχή
κορμός, (box) (το) μπαούλο, (of tuna /‘tjuina/ η invar (ο) τόνος
elephant) (η) προβοσκίδα, (auto, (ψάρι)
Amer) (ο) χώρος αποσκευών, tune /tju:n/ η (ο) σκοπός
(το) (ανδρικό) μαγιό invar. *«- call (μουσικός). · vt (mus) κουρδίζω.
η (η) υπεραστική κλήση (radio, TV, mecli) ρυθμίζω. · vi **
trust /trAst/ η (η) εμπιστοσύνη. in (to) (radio, TV) πιάνω σταθμό,
(association) (το) τραστ invar. be in ***/out of τραγουδώ
• vt έχω εμπιστοσύνη σε. (hope) σωστά/παράφωνα
ελπίζω. · vi — In εμπιστεύομαι funic /'tju.nik/ η (το) χιτώνιο
σε. ~ed α έμπιστος, ^ing adj
tuning-fork /'tju:mr)fo:k/ η (το)
που έχει εμπιστοσύνη, '«-worthy
διαπασών invar
adj άξιος εμπιστοσύνης
Tunisia /tju:'nizi9/ η (η) Τυνησία
trustee /trA'sti:/ η επίτροπος
tunnel /ΊαιιΙ/ η (η) σήραγγα.
truth /tru:0/ η (η) αλήθεια. ^»ful a
• vi ανοίγω σήραγγα
φιλαλήθης
turban /'taibsn/ η (το) τουρμπάνι
try /trai/ vt/i (pt tried) προσπαθώ.
(be a strain on) δοκιμάζω/ομαι. turbine /'t3:bain/ η (η) τουρμπίνα
(jur) δικάζω. · η (η) προσπάθεια. turbulent /'t3:bjobnt/ a
on, ~ out δοκιμάζω, ^-ing a ταραγμένος
(annoying) δύσκολος turf /t3:f/ η (το) γκαζόν invar.
T-shirt /'ti:J3:t/ η (το) μπλουζάκι (piece) (η) λωρίδα γκαζόν
tub /tAb/ η (το) βαρέλι Turk /t3:k/ η (ο) Τούρκος, (η)
tubby /‘tAbi/ a σαν το βαρέλι Τουρκάλα. *~ey η (η) Τουρκία.
^ ish α τουρκικός. · η (lang) (τα)
tube /tju:b/ η (ο) σωλήνας, (jot- τούρκικα
toothpaste, cream) (το)
σωληνάριο, (rail) (ο) υπόγειος turkey /'t3:ki/« (η) γαλοπούλα
σιδηρόδρομος, inner ~ η (η) turmoil /'t3:moil/ η (η)
σαμπρέλα αναστάτωση, in άνω κάτω
tuber /’tju:b3(r)/ η (η) βολβώδης turn /t3:n/ vt/i γυρίζω, (change)
ρίζα μετατρέπω, (become) γίνομαι.
(time, age) περνώ. · η (το)
tuberculosis./tju:b3:kjo'bosis/ n
(η) φυματίωση γύρισμα, (in road) (η) καμπή.
(change) (η) αλλαγή, (in sequence)
tuck /tAk/ η (η) πτυχή. · vt (put) (η) σειρά, (service) (η) πράξη.
βάζω (μέσα), (put away) κρύβω.
(theatr) (το) νούμερο. ^ against
• vi in (shirt) βάζω μέσα (στο στρέφω εναντίον. ~ away vi
πανταλόνι), (sheet, blanket)
αποστρέφω το πρόσο^πο. · vt
μαζεύω κάτω από το στρώμα
(refuse) αρνούμαι. (sendaway)
Tuesday /'tju:zd(e)i/ η (η) Τρίτη διώχνω. ^ down (fold) γυρίζω.
tuft /tAft/«(η) τούφα (reduce) χαμηλώνω, (reject)
tug /tAg/ vt/i τραβώ, (tow) απορρίπτω. in vt παραδίνω.
ρυμουλκώ. · η (naut) (το) • vi (go to bed ) πλαγιάζω. off
ρυμουλκό. ~ of war η (η) (tap) κλείνω, (light, TV, etc.)
διελκυστίνδα σβήνω, (repel) απωθώ. on
tuition /tju:'ijn/ η (η) διδασκαλία (tap) ανοίγω, (light etc.) ανάβω.
tulip /'tju:lip/ η (η) τουλίπα (attack) στρέφομαι εναντίον.
(attract: jam) ελκύω. out vt
tumble /'tAmbl/ vi κουτρουβαλώ.
(light etc.) σβήνω, (produce)
• η(η)κουτρουβάλα
παράγω, (empty) αδειάζω. · vi
tumbler /'tAinbta(r)/ η (το) ψηλό (result) αποδεικνύομαι. ^ round
ποτήρι στρέφομαι. ~ up vi
tummy /Ίλπιι/ η (fam) (η) κοιλιά παρουσιάζομαι. · vt δυναμώνω
445 turning | umpteen
turning /'t3:nig/ η (η) καμπή. ~-piece (suit) n (το) κοστούμι,
'■«-point η (το) κρίσιμο σημείο -«-way a (traffic) διπλής
turnip /'t3:mp/ η (το) γογγύλι κατευθύνσεως. (mirror) διπλής
turnover /'t3:n9uv9(r)/ n (comm) κατεύθυνσης
(ο) τζίρος, (of staff) (η) εναλλαγή twosome /'tuisani/ n (το) ζευγάρι
turnstile /'t3:nstail/ η (η) tycoon /tai'ku:n/ n (ο) μεγιστάνας
περιστροφική είσοδος type /taip/ n (sort) (ο) τύπος, (typ)
turntable /'t3:nteibl/ n (for record) (το) τυπογραφικό στοιχείο. · vtli
(το) πλατό δακτυλογραφώ
turpentine /'t3:p9ntain/ η (το) typescript /'taipskript/ n (το)
νέφτι δακτυλογραφημένο κείμενο
turquoise /'t3:kwoiz/a&n typewriter /'taiprait9(r)/« (η)
τουρκουάζ γραφομηχανή
turret /'txrit/ η (ο) πυργίσκος typhoid /'taifoid/ n ~~ (fever) (o)
turtle /' t3:tl/ η (η) νεροχελώνα τυφοειδής πυρετός
tusk /tAsk/ η (ο) χαυλιόδοντας typhoon /tai'fu:n/ n (ο) τυφώνας
tussle /'tAsl/ νί συμπλέκομαι typical /'tipikl/ a χαρακτηριστικός
tutor /'tju:ts(r)/ η (ο) καθηγητής typi|ng /'taipiq/ n (η)
(ιδιαίτερουμαθήματος), (univ) δακτυλογραφία. '■«St n (η)
μέλος του πανεπιστημιακού δακτυλογράφος
προσωπικού με ευθύινη την tyranny /'tirsni/ n (η) τυραννία
επίβλεψη σπουδών φοιτητών tyrant /'taiarant/ n (ο) τύραννος
TV /ti:'vi:/ η (η) TV tyre /'tai9(r)/ n (το) λάστιχο, (το)
tweezers /'twiizgz/ npl (το) ελαστικό
τσιμπιδάκι
twel|ve /twelv/a&n δώδεκα, '■«fth
a δωδέκατος. · n (το) δωδέκατο
twent|y /'twenti/a&n είκοσι,
'«ieth a εικοστός. · n (το)
εικοστό
Uu
twice /twais/ adv δυο φορές
twig /twig/ n (το) κλαδάκι. · vtli udder /'Adg(r)/ n (το) μαστάρι
(fam) μπαίνω (στο νόημα) ugl|y /'Agli/ a (-ier, -iest) άσχημος,
twilight /‘twailait/ n (το) λυκόφως '«iness n (η) ασκήμια, (η)
ασχήμια
twin /twin/ a δίδυμος. · n (o)
δίδυμος UK abbr (United Kingdom) HB
twine /twain/ n (το) στριμμένο ulcer /'Als9(r)/ n (το) έλκος
νήμα ulterior /λ1Ίι9Π9(γ)/ a απώτερος
twinge /twind3/ n (η) σουβλιά ultimate /'Altimot/ a ύστατος.
twinkle /'twigkl/ vi τρεμοσβήνω (definitive) οριστικός, '«ly adv σε
τελευταία ανάλυση
twirl /tw3:l/ vtli στροβιλίζοι/ομαι
ultimatum /Alti’meitgm/ n (το)
twist /twist/ vtli πλέκω, (wring)
τελεσίγραφο
στρίβω, (wind) τυλίγω.
(interweave) κλώθω, (distort) ultraviolet /Altrg'vaiglit/ a
διαστρεβλώνω, (ankle) υπεριώδης
στραμπουλίζω. · n (curve) (η) umbilical /Am'bilikl/ a cord (o)
καμπή, (of events) (η) στροφή ομφάλιος λώρος
twitch /twitj/ vtli τινάζω/ομαι. umbrella /Am'breb/ n (η) ομπρέλα
• n (tic) (η) σύσπαση (νευρική). umpire /'Ampai9(r)/ n (ο) διαιτητής
(jerk) (το) τΐναγμα (σε παιχνίδι τένις, κρίκετ). · vt
two /tu:/ a δύο, δυο invar. · n (το) διαιτητεύω
δύο. '«-faced a διπρόσωπος. umpteen /'Ampti:n/ a (si) άπειρος.
unable | underline 446
Ζζ
(financial) (το) έτος. ~ly a
ετήσιος adv ετησίως
yearn /‘j3:n/ vi λαχταρώ
yeast /ji:st/ η (η) μαγιά
yell /jel/ vi ξεφωνίζω. · η (το)
ξεφωνητό zany /'zeini/ α αστείος
yellow /'jebo/ a κίτρινος. · η (το) zeal /zi:l/ η (ο) ζήλος, ^ous /'zela
κίτρινο si a γεμάτος ζήλο
yelp /jelp/ vi ουρλιάζω zealot /'zebt/ η (ο) ζηλωτής
yes /jes/ adv ναι. · η (το) ναι zebra /'zi:bra/ η (η) ζέβρα. *w
yesterday /'jestadei/ adv χτες, crossing η (η) διάβαση πεζών
χθες. · η (το) χτες, the day zenith /'ζεηιθ/ η (το) ζενίθ invar
before 'w προχτές zero /'ziarao/ η (το) μηδέν
yet /jet/ adv ακόμη. · conj αλλά. zest /zest/ η (το) κέφι, (peel) (η)
(nevertheless) κι όμως φλούδα
463
zigzag | zoom
zigzag /'zigzasg/ η (το) ζιγκ-ζαγκ zone /z3un/ η (η) ζώνη
invar. · vi προχωρώ με κίνηση
ζιγκ-ζαγκ zoo /zu:/ η (ο) ζωολογικός κήπος
zinc /zigk/ η (ο) ψευδάργυρος zoolog|y /z3u'Dbd3i/« (η)
ζωολογία. ~ist η (ο, η) ζωολόγος
zip /zip/ η (το) σφύριγμα.
-^-fastener, «-per (το) zoom /zu:m/ vi κινούμαι με
ταχύτητα, {photo) ζουμάρω.
φερμουάρ invar. · vt (up)
κλείνω με φερμουάρ ,ens η (ο) φακός ζουμ invar
zodiac /'zsodiaek/ η (ο) ζωδιακός
κύκλος
464
Passive voice
μπαίνω
Present: κάθομαι
Active voice
Imperfect: καθόμουν
Past simple: κάθισα Similar to those of the verb: βγαίνω
Future simple: θα καθίσω
Passive voice
Imperative simple: κάθισε, καθίστε
Imperative contin.: κάθου, κάθεστε Only participle: μπασμένος
Present perfect: έχω καθίσει
Participle: καθισμένος
469
Greek verb tables
πηγαίνω Present perfect: έχω στείλει
Active voice Participle: στέλνοντας
Present: πηγαίνω Passive voice
Imperfect: πήγαινα
Present: στέλνομαι
Past simple: πήγα
Imperfect: στελνόμουν
Future simple: θα πάω
Past simple: στάλθηκα
Imperative simple: -
Future simple: θα σταλώ
Imperative contin.: πήγαινε, πηγαίνετε Imperative simple: -
Present perfect: έχω πάει
Imperative contin.: -
Participle: πηγαίνοντας
Present perfect: έχω σταλθεί
Passive voice Participle: σταλμένος
None
τρώγω
πίνω Active voice
Passive voice
None
φοβάμαι
Passive voice
Like κοιμάμαι
471
Greek nouns
Below are outlined examples of some of the most common endings of regular
nouns—masculine, feminine and neuter.
Masculine nouns
Ending in -ος> -ης, -ας
Singular
Nominative: ο άγγελ-ος ο νικητ-ής ο αγών-ας
Genitive: του αγγέλ-ου του νικητ-ή του αγών-α
Accusative: τον άγγελ-ο το νικητ-ή τον αγών-α
Vocative: άγγελ-ε νικητ-ή αγών-α
Plural
Nominative: οι άγγελ-οι οι νικητ-ές οι αγών-ες
Genitive: των αγγέλ-ων των νικητ-ών των αγών-ων
Accusative: τους αγγέλ-ους τους νικητ-ές τους αγών-ες
Vocative: οι άγγελ-οι νικητ-ές αγών-ες
Feminine nouns
Ending in ■-η, -α
Singular
Nominative: η νίκ-η η ώρ-α
Genitive: της νίκ-ης της ώρ-ας
Accusative: τη νίκ-η την ώρ-α
Vocative: νίκ-η ώρ-α
Plural
Nominative: οι νίκ-ες οι ώρ-ες
Genitive: των νικ-ών των ωρ-ών
Accusative: τις νίκ-ες τις ώρ-ες
Vocative: νίκ-ες ώρ-ες
Greek nouns 472
Neuter nouns
Ending in O, I
Singular
Nominative: το παιδ-ί το βουν-ό
Genitive: του παιό-ιού του βουν-ού
Accusative: το παιδ-ί το βουν-ό
Vocative: παιδ-ί βουν-ό
Plural
/
ISBN 978-0-425-22243-0
A MAJOR NEW EDITION
OF THE OXFORD
GREEK DICTIONARY
For students, travelers, and businesspeople, The Oxford New
Greek Dictionary provides a revised and thoroughly
up-to-date reference. Features include:
THE
5 0 5 9 9
www.penguin.co
780425 222430