Πάει καιρός που δεν γράφω πια. Κουράστηκα να γυαλίζω την βιτρίνα του βιβλιοπωλείου ξανά και ξανά. Η πόρτα τρίζει με τον αέρα πια πολύ περισσότερο. Κάνει κρύο τώρα. Κάποιοι φίλοι έρχονταν για να λάβουν τις τελευταίες εκδόσεις των σκέψεων μου και το μεταλλικό περιστέρι στην είσοδο ηχεί κρυστάλλινα πάνω στην γυάλινη πόρτα. Στέγνωσε όμως το μελάνι μου και τα βιβλία μου σκονισμένα με τα χνώτα του χρόνου στέκονται ψηλά στα ράφια της βιβλιοθήκης. Νιώθω κουρασμένη να ανέβω στο ξύλινο σκαμνί και να προσποιηθώ ότι τα ξεσκονίζω. Κάποιες σελίδες υγράθηκαν και χάθηκαν τα νοήματα τους που από τα δάκρυα μου γίνανε ανικανοποίητες ευχές μέσα σε κρυφούς κώδικες γραμμάτων. Κάποιες σκίστηκαν, δεν άντεξε το δέσιμο τους στο χρόνο. Κάποιες σελίδες, αιχμηρές στην άκρη τους στο γρήγορο ξεφύλλισμα μάτωσαν τα δάχτυλα μου και αναγκάστηκα να κλείσω βιαστικά τα εξώφυλλα τους και να τα σπρώξω πάλι πίσω στο ράφι που ανήκουν. Έχει πολύ δουλειά εδώ και συμφώνησα με το ρολόι του τοίχου να μη με πιέσει. Οι δείκτες θα παραμείνουν παγωμένοι στην ίδια ώρα επαναλαμβάνοντας το ίδιο τελευταίο λεπτό, σαν μια μοναδική αλλά συνεχής ευκαιρία. Μόνο θέλω να κλείσω για λίγο την πόρτα. Να γυρίσω την καρτέλα στο "Κλειστό". Έστω προσωρινά. Δεν ξέρω. Να ηρεμήσω στο φως του γραφείο μου, πίσω από την πόρτα που κρύβει η βιβλιοθήκη μου. Να ονειρευτώ πως ξαφνικά δεν έχει σκόνη και μοναξιά τριγύρω και είναι όλα τακτοποιημένα. Στο γραφείο με περιμένουν νέες καθαρές σελίδες να τις απολαύσω με αχνιστό καφέ και ήρθε η ώρα να ανοίξω εκείνο το βάζο με το γλυκό που έχω φυλάξει για ειδικές περιπτώσεις. Το ραδιόφωνάκι τραγουδάει πάλι και ενώ ακούω το χιονιά το πολλαπλό σου είδωλο στα κρύσταλλα κοιτάζω. Και εγώ, ενώ ακούω το χιονιά μπορώ και πάλι να μυρίζω την άνοιξη που έρχεται.
1.11.09
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)