Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Ξημέρωσαν Χριστούγεννα

Πεντακόσια είκοσι χιλιόμετρα για το χωριό κι έπειτα από τα πρώτα, το πολύ, εκατό, ύπνος βαθύς στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, κι ενώ το ραδιόφωνο παίζει τραγούδια των ημερών και κάλαντα από τη Θράκη (στην οποία και πηγαίναμε) ως την Ήπειρο και την Κρήτη, έκανα ήδη τα πρώτα μου ταξίδια στα όνειρα κουρασμένος καθώς ήμουν απ’ το σεργιάνι στις γειτονιές της πόλης.

Ο δρόμος ακόμα παλιός, μέσα από χωριά με εκκλησίες και μιναρέδες, πολύστροφος, όμορφος μα κουραστικός στις πολλές του επαναλήψεις.

Φθάναμε πάντοτε νωρίς το απόγευμα, που πάει να πει, επίσκεψη στα γειτονικά συγγενικά σπίτια για κάλαντα.

Στη μασίνα – έτσι την έλεγαν στο χωριό την ξυλόσομπα – σιγόβραζε φασολάδα με καυτερή πιπεριά και λουκάνικο χειροποίητο με πράσο.

Οι αγκαλιές πιο ζεστές από τη φλόγα της φωτιάς, η γιαγιά με τα κεντίδια της κι ο παππούς στο τάϊσμα των κατσικιών στην αυλή.

Μέρες συνήθως χιονισμένες με παιγνίδι πολύ και τις μύτες να τρέχουν από τον ιδρώτα και το κρύο…

 

 

Πέρασαν χρόνια από την τελευταία φορά.

Τα χιόνια δε φθάνουν συχνά στην αυλή του σπιτιού μα κι αν έρθουν θα ‘ναι για λίγο.

Οι άνθρωποι πήραν σιγά σιγά να φεύγουν.

Τα Χριστούγεννα τα πιο πολλά πια με βρίσκουν στη δουλειά, πότε παραμονή, πότε ανήμερα.

 

Μόνο που τελευταία κάτι αλλάζει.

Κάτι ομορφαίνει την κάθε στιγμή.

 

Ξημέρωσαν Χριστούγεννα λοιπόν, και τα αισθήματα τα πιο όμορφα έχουν ριζώσει επάνω στα στήθη μου και τα χέρια στις φούχτες τους ζεσταίνουν μια καρδιά τρυφερή που κούρνιασε καιρό τώρα μέσα τους.

Κι έχουν τόσα χρώματα όμορφα ντυμένα στο κορμί τους, τόσες νότες χαρούμενες που νιώθω πως άλλα όμοια δεν έζησα.

Κ’ είναι όλα εδώ.

Η αρμύρα της θάλασσας, το γλυκό των ποταμών, του ήλιου το φωτεινό και το σκοτάδι το απαλό μιας νύχτας που άρχισε μόλις να γδύνεται πίσω απ’ τις σκιές των δέντρων στο παράθυρο απ’ έξω και των επίπλων, που πια δε στέκουν σκονισμένα σε κανενός παραμυθιού τις σελίδες.

 

Ξημέρωσαν Χριστούγεννα κι ένα μικρούλι έλκηθρο είναι σταματημένο στη χιονισμένη μου σκεπή περιμένοντας να πετάξει στον ένα του και μοναδικό προορισμό να προσφέρει σκέψεις όμορφες, αγωνίες κι όνειρα.

Κ’ είναι όλα τους εδώ, ντυμένα την στολή τους την αγιοβασιλιάτικη και το πιο όμορφο χαμόγελο τους.

Έχουν και μια τρομπέτα στα χέρια και ξεσηκώνουν κάθε τι μέσα μου.

 

«Σμύρνα, λιβάνι και χρυσό» κάθε τι απόψε σαν ένα χέρι να άγιασε την κάθε στιγμή της μέρας αυτής κι όχι μόνο αυτής…

 

Καλά Χριστούγεννα να έχουμε όλοι!!!

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Είναι που κάθε βράδυ

Είναι που κάθε βράδυ

προσκυνώ το ναό της ψυχής σου

κι αποτάσσω από μέσα μου την αμαρτία.

 

 


από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Λιποτάκτης θα γίνω

Στην πολιτεία ξημερώνει σιγά σιγά κι εγώ ετοιμάζομαι για τη δουλειά.

Μ’ απόψε λέω να δραπετεύσω, να σηκώσω πανιά και να ‘ρθω να σε βρω.

Αδικαιολογήτως απών θα γράψουν στις αναφορές.

Λιποτάκτης θα γίνω.

Λιποτάκτης για τη δική σου αγάπη.

 

 


από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Πρέπει ο άνεμος να ‘σαι...

Πρέπει ο άνεμος να ‘σαι, μέσα σε τοσοδούλα δαχτυλήθρα χώρεσες το δάχτυλο και κέντησες χρυσές κλωστές σε πανί λευκό.

 

Κοιμούμαι ως αργά τα πρωινά.

Στο κομοδίνο πλάι μου έχω μια μικρή σου φωτογραφία, μια καρδιά, αρκουδάκι ξαπλωμένο και κλειδιά ενός σπιτιού που με περιμένει.

Απόγευμα επιστρέφεις, η δουλειά δύσκολη, το ταξίδι μεγάλο.

Στέκουμαι στην είσοδο του σταθμού και σε περιμένω.

Δε θέλω μόνη σου να επιστρέφεις.

Κάποτε όμως δεν το μπορώ, λείπω στη δουλειά.

Η σκέψη μου πάντα εκεί.

Στέκεσαι πλάι στον παππούλη με τα λαχεία.

Το φόρεμα σου εφηβικό, έτσι και η ψυχή σου.

Περιμένεις το λεωφορείο.

Τέσσερεις στάσεις και θα κατέβεις.

Δεν ακούς τις συζητήσεις τριγύρω, από τ’ ακουστικά σου βγαίνει μι’ απαλή μελωδία, σ’ αγκαλιάζει.

Χαμογελάς, σιγοντάρεις τον καλλιτέχνη, κάποτε μελαγχολείς.

Προχωράς χορευτά, μοιάζεις με νεράιδα που γλιστρά στα νερά λίμνης που βούτηξε μέσα της ο απογευματινός ήλιος.

 

Δε σου το πα ποτέ.

Είχες προπορευθεί κάποια στιγμή που κατεβήκαμε στο σταθμό.

Κατάλαβες πως έμεινα πίσω.

Έστρεψες το κεφάλι.

Χαμογέλασες.

Μου ταίριαξες τότε τη μορφή σου μ’ εκείνες των νεραϊδών, και δεν ήταν γι’ αυτό, μα από τότε κάθε που σε κοιτάζω μου μοιάζεις νεράιδα.

 

Έχεις την τσάντα περασμένη στον ώμο.

Κοντοστέκεσαι, για λίγο ψάχνεις τα κλειδιά.

Τα βρίσκεις.

Ξεκλειδώνεις την είσοδο, κλειδώνεις εκ νέου, έπειτα το ίδιο στη φωλιά σου.

Στη φωλιά μας.

Κάτι άνετο φοράς, κάτι απλό και κάθεσαι στο κρεβάτι.

Με παίρνεις στο τηλέφωνο, μα εγώ, έχω όλη τούτη τη σκηνή δει κι ας μας χωρίζουν χιλιόμετρα.

 

Μιλούμε.

Λίγο ή πολύ δεν ξέρω να πω, νιώθω πάντοτε πως είναι λίγο, πολύ λίγο.

Ξαπλώνω και σου γράφω.

Μοιάζουν να μην έχουν τέλος οι λέξεις κι απόψε.

Θα κοιμηθώ και θα χω τυλιγμένο το μαξιλάρι στην αγκαλιά μου.

Έχει το άγγιγμα σου.

Την ανάσα.

Το άρωμα…




από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Διψασμένα για το φιλί χείλη

Τούτη η βροχή, κυλάει πάνω στα διψασμένα για το φιλί σου χείλη μου.

Νιώθω τις αποστάσεις να μικραίνουν, πιο κοντά να έρχονται οι σκέψεις και τα όνειρά μου εκεί, μαξιλάρι στα δικά σου.

 

Ξυπνάς με μικρά γουργουρητά, βγαίνουν έπειτα χαμογελαστές οι λέξεις, χαρούμενα βλέμματα μου αφήνεις κι εγώ τ’ απορροφώ.

Τοσοδούλι σφουγγαράκι γίνομαι ν’ απορροφώ του κορμιού σου το άρωμα, την κίνηση, την δίψα.

 

Διψούμε και οι δύο.

Ο ένας για τον άλλο.

Ο ένας τη δίψα του άλλου να ξεδιψάσει…

 



από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Ο έρωτας που τριγυρνά

«Είναι ο έρωτας που τριγυρνά

πάνω στα χείλη τα διψασμένα»

μου λες

 

κ’ είναι η χώρα η μακρινή

που γύρεψα κάποτε να ταξιδέψω

που στρώνεται

χαλί παχύ

κάτω απ’ τα πόδια μου τα κουρασμένα...

 

 


από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Τα μονοπάτια του φεγγαριού

Φωνάζει τ’ όνομα σου απόψε το φεγγάρι
στα μονοπάτια του τα φωτισμένα
και στις κρυφές του τις στοές.

Κι έχουν οι άνθρωποι σωπάσει στους δρόμους
έπαψαν οι κόρνες να μονολογούν το πένθιμο τους παραμύθι
ένα λευκό πουλί μονάχα
σα περιστέρι πουλί
αφήνει κάτου απ’ τα φτερά του
σκόνη χρυσή καθώς πετάει

όπως τα λόγια μου
που χαμογελούν
καθώς για εσένα μιλούνε.



από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Τα φεγγάρια πάνου απ’ την Κερύνεια

στον ποιητή Ανδρέα Καρακόκκινο


Στενάζουν τα φεγγάρια πάνου απ’ την Κερύνεια
γλύφουν με δάκρυα μαρμαρωμένα δρόμους
π’ ανασκαλίζουνε τα περασμένα ίχνη μας.

Ώρες αυγινές
κατηφορίζουν απ’ τη Γλυκιώτισσα οι μνήμες
παιδιά μικρά
μ’ ένα πιθκιάβλι στα χέρια κάποτε
μ’ ένα κουπί κι ένα πανί φουσκωμένο για το «Νησί».

Γυρεύω τις νύχτες τα βήματα μας.
Στο χέρι το σκοινί της καμπάνας να νιώσω
που μονάζει στη σιωπή της.



απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή


Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Είναι ένα μέρος κρυφό

Η μικρή μας πόλη ντύνεται σιγά σιγά τα γιορτινά της κι εμείς, χέρι χέρι πιασμένοι διασχίζουμε την παραλιακή.

Μακεδονία Παλλάς, Λευκός Πύργος, Αριστοτέλους, Λαδάδικα.

Στις βιτρίνες κοιτάζω το πρόσωπο σου.

Ήλιος του Μεσονυχτίου, κι όλα γύρω σου λάμπουν.

Η λάμψη αυτή αγγίζει κι εμένα.

Με ζεσταίνει.

 

Πλησιάζουν Χριστούγεννα…

Κι αλήθεια πώς να μετρήσω την φετινή μου ευτυχία;

 

Επιστρέφουμε αγκαλιασμένοι.

Στο δωμάτιο, εκτός από γλυκά, θα μοιραστούμε αγκαλιές, φιλιά κι όνειρα.

 

Θυμάσαι που βγάζουν όλα τούτα τα μικρά βαρκάκια;

 

Είναι ένα μέρος κρυφό.

Αν κλείσεις τα μάτια την είσοδο του θα δεις, αν τ’ ανοίξεις εκείνο θα χαθεί.

 

Μένουμε με τα μάτια κλειστά.

Αγγίζουμε στα τυφλά ο ένας τον άλλον.

Σκιρτούν αλλιώτικα τα σώματα, οι ψυχές.

 

Κι εκείνο το πολύχρωμο Καρουζέλ πίσω από τα μάτια τα κλειστά μας έχει παιδιά γεμίσει και μουσικές…

 

 


από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Έμαθα πια μαζί σου να ξημερώνω

Βλέπω τα χέρια σου, τα κεράκια της ζωής μου ένα ένα ν’ ανάβουν, για τούτο έπαψα να κυνηγάω φαντάσματα τις νύχτες.

Έμαθα πια μαζί σου να ξημερώνω, πότε στη σκέψη γερμένος, πότε στο σώμα.

Κατεβαίνω αμέριμνος στα λιμανάκια των ματιών σου έχοντας ένα τραγούδι ανάλαφρο να παίζει στα χείλη.

Μαθαίνω ξανά να μιλώ, να χαμογελώ, να κυλιέμαι στην ευτυχία…

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Ζαχαρωτές καληνύχτες...

της Νίκης


 

Περασμένες μία, από την άλλη άκρη της γραμμής η φωνή σου κυλάει γλυκά μέσα μου.

 

- Συγγνώμη που σε ξυπνάω, έχει τρέξιμο πολύ η νύχτα, αγάπη μου, μa δεν άντεχα να μην σου πω καληνύχτα.

- Ήθελα πολύ να σε ακούσω, καλά έκανες.

- Έχω πολύ κουραστεί.

- Το νιώθω στην φωνή σου.

- Να ξαπλώσω θέλω λίγο.

- Να ξαπλώσεις, Ροδάκινο μου, να ονειρευθείς.

- Θα σ’ ονειρευθώ.

- Κι εγώ θα σ’ ονειρευθώ. Να ξημερώνεις όμορφα, αγάπη μου.

- Έτσι κι εσύ να ξημερώνεις. Σ’ αγαπάω…

- Ως το τέλος της ζωής μου…

 

Κι έπειτα βυθίζομαι σ’ έναν ύπνο γλυκύτερο και πιο γαλήνιο από πριν…

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Στον αριθμό 7 της οδού Αλκιβιάδου

Στον αριθμό 7 της οδού Αλκιβιάδου, έζησα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και μόνο για τέσσερα χρόνια.

Στο 7ο Δημοτικό Σχολείο φοίτησα για δύο χρόνια έχοντας ήδη περάσει τα τέσσερα προηγούμενα στο 86ο, με την ολοκλήρωση των σπουδών αυτών βρέθηκα στο 3ο Γυμνάσιο Αμπελοκήπων, το οποίο τελείωσα μένοντας ήδη τα δύο τελευταία σε άλλη γειτονιά.

Έμαθα να προσαρμόζομαι σε νέους τόπους, να γνωρίζω τους ανθρώπους τους, τις συνήθειες.

Ακόμη και σήμερα συχνά μετακομίζω, λόγω δουλειάς πια, όχι όμως από γειτονιά σε γειτονιά αλλά από πόλη σε πόλη.

 

Από τους δασκάλους ξάκρισε δύο η ψυχή μου, την κυρία Ξανθή και τον κύριο Βασίλη, από Κρήτη και Έβρο, στο 86ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης και στο 7ο των Αμπελοκήπων αντίστοιχα.

Μου έμαθαν και οι δύο αριθμητική κι έπειτα μαθηματικά, τα αγάπησα τόσο που έμαθα να σκέφτομαι «μαθηματικά» - μη μου ζητήσετε να το εξηγήσω.

Στο Γυμνάσιο ήρθε η ρήξη, όχι μαζί τους μα με τον μαθηματικό.

Ερωτευμένος εκείνος με το πρόχειρο, άγνωστη για εμένα λέξη και η κατηγορία της αντιγραφής υπήρξε ο εύκολος δρόμος για εκείνον.

Ίσως στα στενά σύνορα του κόσμου του να είχε δίκιο, όμως τόσα χρόνια μετά κι έχω ακόμα την απορία του πως είναι δυνατή η αντιγραφή του αποτελέσματος όταν η άσκηση είναι εκτός βιβλίου κι εσύ βρίσκεσαι στον πίνακα…

Έχασα τον κόσμο μου όλο, τις προσθέσεις μου, τα κλάσματα, του αγνώστους χ και ψ μου, δώδεκα χρονών παιδί ήμουν και μου έπνιγαν την πιο μεγάλη μου αγάπη.

Τα υπόλοιπα χρόνια τα αφιέρωσα στο πείραγμα των συμμαθητών και στα διαλύματα, σκασιαρχεία δεν έκανα μήτε στο Λύκειο.

 

Πολύ αργότερα, παρακολουθώντας κάποιο μάθημα σε αίθουσα του Ιστορικού Αρχαιολογικού τμήματος του ΑΠΘ περιμένοντας την μικρότερη μου ξαδέρφη που σπούδαζε εκεί, κατάλαβα πως εκείνα τα χρόνια, άφησαν πολλές γνώσεις μέσα μου να υπάρχουν.

Ο κύριος Μυλωνάς, του μαθήματος της Ιστορίας, μας είχε μάθει πολλά περισσότερα από κάποιες χρονολογίες κι αν δεν το καταλαβαίναμε τότε, είχε φθάσει η στιγμή για αυτή μου την γνώση, κάποιοι ίσως ποτέ να μην το καταλάβουν.

Η θεολόγος, η κυρία Ναξάκη, ήταν η αδυναμία μου κι εγώ η δική της άλλωστε, κι ας με αδίκησε που δεν είχα αποστηθίσει τα βιβλία την Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το χτύπημα της βέρας του παράμεσου του δεξιού χεριού στο κάγκελο της σκάλας, ήχος που μας γνωστοποιούσε πως έπρεπε να βιαστούμε ώστε να καταλάβουμε τις θέσεις μας για την έναρξη του μαθήματος, κι ακόμα την παλαιά εκείνη κουδούνα με μορφή καμπάνας που κάποιες φορές σήμαινε με εκείνη την έναρξη του διαλύματος.

 

Μια βροχερή μέρα του περασμένου χειμώνα, θαρρώ πως την είδα να παλαντζάρει τα βήματα και τα μικροσκοπικά της γυαλιά προσπαθώντας να διασχίσει την οδό Τσιμισκή, δεν μπόρεσα να την πλησιάσω.

 

Θυμούμαι την καθηγήτρια των Γαλλικών, την κυρία Μηλλά, τους γυμναστές κυρίους Ντασκαγιάννη και Καμτσίκη.

Τον κύριο Πολιτίδη με το όμορφο γενάκι του.

 

Στην στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου στα 2001 στην πόλη της Κομοτηνής, συνάντησα τον κύριο Αθανασίου, μαθηματικός στα δύο τελευταία χρόνια, μόνο που η σχέση μου με το αντικείμενο διδασκαλίας του είχε πάψει να υφίσταται από καιρό.

.

Με την γεωγραφία τα πήγαινα σχετικά καλά.

Κυρία Καλπαχίδου, συγχωρέστε με που πια δε θυμούμαι τα ποτάμια, τα βουνά και τις θάλασσες, ταξίδεψα όμως στα περισσότερα από αυτά, κι αν και πάλι αδυνατώ να θυμηθώ τα ονόματα τους είναι γιατί έμαθε η ψυχή μου να φυλά την εικόνα τους, το αλάφιασμα των αισθήσεων στα στήθη, την γεύση, το άρωμα τους.

 

Για τούτη την διαδικασία της ψυχής μου, να κρατά δηλαδή εκείνα που την βοηθούνε να νιώθει πιο γεμάτη, μέρος ευθύνης φέρει η φιλόλογος μου, η κυρία Παρασκευή Τσιάκκα.

Με τα τότε μου μάτια θα έλεγα πως ήταν αυστηρή, με τα σημερινά μου όμως πως ήθελε κάτι να μας μάθει διαφορετικό από τα γραμμένα στα μεγάλα μας βιβλία.

Έμεινα άφωνος στην απάντηση του ερωτήματος που της απύφθηνα κάποια στιγμή για το αν πρέπει να αναλύουμε την ποίηση, ήταν ένα μεγαλόπρεπο Όχι που αποκωδικοποίησα χρόνια μετά.

Ίσως και λάθος να κάνω όμως όταν κάποιος μου λέει «εγώ, την ποίηση δεν την καταλαβαίνω» του απαντώ πως την ποίηση την αφήνεις μόνη της και λειτουργεί, φυλάς καλά ότι εκείνη σου αφήσει στο τέλος, μιαν εικόνα, ένα χρώμα, μια γεύση, μιαν αίσθηση αλλιώτικη από πριν, και κάθε φορά που θα επιλέγεις να πορευθείς με την ίδια ποίηση θα σε βγάζει κάπου αλλού.

Με τον τρόπο της, ομολογώ πως παρόμοιο δεν συνάντησα πουθενά από τότε, μου έδειξε τον δρόμο του γραψίματος, σα παιγνίδι ήταν, πως όμως να ονομάσεις παιγνίδι το σκάψιμο των λέξεων στην ψυχή;

 

Τις μέρες τις αποχαιρετιστήριες στη Σάμο, πέρασα το κατώφλι του Ιστορικού της Αρχείου όπου βιοπορίζονται ορισμένα μέλη της συντακτικής ομάδας του λογοτεχνικού περιοδικού του νησιού, του «Απόπλους».

Καθηγητής στο επάγγελμα ένας εξ αυτών και στην δυσφορία που ένιωσα καθώς με προσφωνούσε ποιητή, μου είπε «αν έχεις κάνει κάποιον να κλάψει με κάτι που έχεις γράψει τότε είσαι» την παραπάνω φράση του συνόδευσε με μια ιστορία.

«Νεοδιορισμένος καθηγητής στη Σάμο και είχα την τιμή να συνυπηρετώ με έναν μεγάλο άνθρωπο της εκπαίδευση του νησιού.

Σε μια μας συζήτηση και αντιλαμβανόμενος το όνειρο που είχα, μου είπε πως την παιδεία δεν μπορεί κανείς μας να την σώσει, σε έναν και μόνο άνθρωπο να δείξουμε τον δρόμο που πραγματικά θέλει να ακολουθήσει τότε έχουμε εκπληρώσει τον προορισμό μας.

Τώρα, τόσα χρόνια μετά καταλαβαίνω τι ήθελε να μου πει εκείνος ο άνθρωπος και πόσο δίκιο είχε τελικά.»

 

Και τούτο, παρότι καθηγητής δεν έγινα ποτέ, το πιστεύω.

Νιώθω λοιπόν, πως οι άνθρωποι που γνώρισα τότε ανήκουν σε τούτη την κατηγορία.

Αγόγγυστα από το δικό του μετερίζι ο καθένας προσέφερε εκείνα που τόσο καλά γνώριζε.

Το πόσα οφείλω σε όλους αυτούς ίσως ποτέ να μην το μάθω, σε όσους ανέφερα και στους ελάχιστους, δυστυχώς, του Λυκείου.

 

Μέσα από τούτο το «άψυχο» μέσο γνώρισα τον Νικηφόρο Τ.

Φίλο τον νιώθω πια κι ας είναι μεγάλα τα χρονικά διαστήματα που δε βρισκόμαστε.

Καθηγητής Γαλλικών σε εκείνο το Γυμνάσιο και με παρότρυνε πριν την παρουσίαση του Ήχου Πλάγιου εδώ, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, να πραγματοποιήσω μια επίσκεψη στο παλιό μου σχολείο.

Η χαρά μου είναι μεγάλη που βρήκα τους περισσότερους από εκείνους τους Ανθρώπους συγκεντρωμένους ακόμα εκεί, γεμάτοι χαμόγελα και αγάπη, δείγμα καθαρών ψυχών και τα δυο τους.

 

Είναι από τότε που ήθελα να γράψω κάτι για όλους αυτούς και δεν ήξερα τι, σήμερα απλά βοήθησε η μέρα, σήμερα το μυαλό είχε ανέβει στην χρονομηχανή του κι επέστρεψε.

 

Σας ευχαριστώ όλους σας για όσα μου δώσατε.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Μόνο που τώρα

Μόνο που τώρα, μονάζω στον δικό σου έρωτα

χρόνο δεν επιτρέπω να χαθεί σε πράγματα άλλα

κι όταν νυχτώνει, λιτανεύω το φιλί σου.


 


από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Απόψε ακούω μόνο τη φωνή σου

Απόψε ακούω μόνο τη φωνή σου

πως τραγουδάει κάτου απ’ το κόκκινο φεγγάρι

πως ψιθυρίζει λόγια μυστικά

πως νανουρίζει στη μεγάλη θάλασσα όσα ζήσαμε.

 

Κ’ ήταν

τα χέρια τα δικά μου που βαστούσαν

ένα ποτήρι με κρασί στα χείλη σου να φέρουν

κ’ ήταν

τα χέρια τα δικά σου που βαστούσαν

ένα ποτήρι με κρασί στα χείλη μου να φέρουν.

 

Μεταλαμβάνοντας τον έρωτα

μεταλαμβάνοντας το ρίγος ενός ξυπνήματος πρωινού

ενός αγγίγματος

ενός φιλιού.

 

Μ’ απόψε

πίσω επιστρέφουν όσα ήρθαν

για να ‘ρθουν πάλι

καιρό μετά

ντυμένα το μεταξωτό τους ρούχο

που δύο σταγόνες βρόχινες θα το μουσκέψουν…




από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Παρασκευή είναι

Παρασκευή είναι, περιμένω το λεωφορείο της γραμμής.

Γιατί άραγε πάντα αργεί όταν το περιμένω;

 

Έχω τόσον καιρό να σε δω, νιώθω πως ξεχνώ το πρόσωπο σου.

Τα βράδια όμως επιστρέφεις, τρυπώνεις στα όνειρά μου.

Σιωπάς.

Ξαπλώνεις στο σχήμα του κορμιού μου.

Γινόμαστε ένα.

Τα δάχτυλα μας τυλίγονται, παίρνουν ένα πινέλο, ζωγραφίζουν όνειρα, της καρδιάς μας το χτύπημα το φθινοπωρινό..

 

Το ρεύμα σου με διαπερνά.

Δεν προσπαθώ από κάτι να σωθώ για τούτο αφήνομαι.

 

Έχω τριαντάφυλλα αγοράσει, κόκκινο, κήπος να μοιάζει το σπίτι μας.

Δύο αστέρια αν είχα θα έμοιαζε ουρανός το ταβάνι..

 

Θ’ ανοίξω το κρασί σε λίγο.

Τα κεριά θα ανάψω για να ‘ρθεις…

 

 


από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Υπόκλιση

Θέλω

τα γόνατα σου να φιλήσω

γιατί γονατιστός

τραβάει κανείς στον έρωτα

κ’ υποκλίνεται.


 

Λογοτεχνικό περιοδικό "Απόπλους", τεύχος 48, Σάμος, Άνοιξη Καλοκαίρι 2010



 

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου