
Ήμουν στην έκτη δημοτικού.
Νεοφερμένη στο συγκεκριμένο σχολείο, γιατί μόλις πριν λίγες μέρες είχαμε μετακομίσει σ αυτή την γειτονιά, στην οποία βρίσκομαι ως και σήμερα.
Ένα πανέμορφο νεοκλασσικό, βαμμένο σε κάποια σκούρα απόχρωση της ώχρας. Ήταν το τρίτο σχολείο που άλλαζα μέσα σε τρια χρόνια, μα το πρώτο ως προς το ότι δεν γνώριζα κανέναν. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων, προσπαθούσα να προσαρμοστώ και στην σχέση μου με τους συμμαθητές μου, και στα καινούργια μαθήματα.
Είχε μιά μεγάλη αυλή, με δυό δέντρα, μία σειρά από βρύσες και κατά μήκος της κυρίας εισόδου, αλλά και της πίσω, ψηλά επιβλητικά κάγκελα.
Γρήγορα, κατά την διάρκεια του διαλείματος, έμαθα να κρεμάω τις φούχτες μου έξω από αυτά τα κάγκελα γεμάτες δραχμές γιά να εξασφαλίσω το σάντουιτς, ένα ψωμάκι κι ένα βραστό νόστιμο λουκάνικο, από τον μόνιμα εγκαταστημένο απ έξω πλανόδιο πωλητή.
Ακόμη πιό γρήγορα, έμαθα πως ο δάσκαλος μας, όσο καλός κι αν μου είχε φανεί από την αρχή, είχε τις ''στιγμές''του. Και πως όπως σε όλες τις τάξεις υπήρχαν και κάποια παιδιά πολύ άτακτα. Και πως όταν αυτά τα ζωηρά παιδιά ήθελαν να εκτονωθούν, αλοίμονο ο δάσκαλος ξεσπούσε επάνω σε όλους εμάς, τους υπόλοιπους. Στη σειρά λοιπόν και με ανοιχτή την παλάμη εμείς, έτοιμος, με μιά μακριά και λεπτή βέργα αυτός.
Οι μέρες περνούσαν, κι ακόμη πιό γρήγορα οι μήνες..
Η Άνοιξη, είχε φουντώσει τα δύο δέντρα της αυλής, τα παλτά είχαν βγει και φαινόταν καθαρά πιά οι ποδιές των κοριτσιών, σ εκείνο το μπλε του λουλακιού και της σημαίας, εκείνο το μπλε που τόσο αντιπάθησα, κι έπειτα αγάπησα, αλλά αργότερα, πολύ πολύ αργότερα αυτό. Ποδιές με λευκούς γυακάδες τα κορίτσια, κοντά παντελόνια τα αγόρια.
Και τώρα που μιλάω γιά τα αγόρια, ότι έχει απομείνει στην μνήμη μου είναι φάτσες αδύνατες και παχουλές, με χείλια απορημένα και αυτιά να ξεχωρίζουν από τα κοντά κουρεμμένα μαλλιά, όλο ερωτηματικά. Πόδια γυμνά να κλωτσούν μία μπάλα και στόματα να μασουλούν τσίχλες, καραμέλες κι όλα τα παρεμφερή.
Φαίνεται, και δε μπορώ να θυμηθώ το τι και το πως, φαίνεται πως η ποδιά, ήταν μιά υποχρέωση κάπως ελαστική τότε, ίσως επειδή είμασταν ακόμη μικρά. Δηλ. αργότερα, στο γυμνάσιο, και γιά τα έξι χρόνια, δεν θα υπήρχε ποτέ έστω και το παραμικρό περιθώριο να πάμε στο σχολείο δίχως την αμφίεση της ποδιάς.
Εκείνη την Άνοιξη όμως, ερχόταν πολλές συμμαθήτριες μου, με ένα φόρεμα, μιά φούστα μπλούζα κλπ.
Είχα από το προηγούμενο καλοκαίρι, ένα φόρεμα καρώ, λευκό με κοκκινοπορτοκαλί. Ζωνάκι στην μέση, φουσκίτσα μανικάκι, δέκα πόντους σφηγκοφωλιά κάτω από το στήθος και ραμμένο σε μοδίστρα περιοπής.
Το φόρεσα εκείνο το πρωινό με μεγάλη χαρά, βλέπετε ήταν το αγαπημένο μου.
Κουνάμενη σεινάμενη, πήγα στο σχολείο, αφού πέρασα από το περίπτερο της κυρα Αλεξάνδρας κι αγόρασα από εκείνα τα κυλινδρικά τα τυλιγμένα με χαρτί που τα αποκαλούσαμε ''τύχες''.
Ένοιωθα πολύ ανεβασμένη. Παίζαμε κυνηγητό με τις φίλες μου και κέρδιζα. Ήταν η τυχερή μου μέρα.
Σε κάποια στιγμή, καθώς έτρεχα, βλέπω, όχι τον δάσκαλο μου, μα έναν άλλο δάσκαλο που πιθανόν να ήταν ο διευθυντής, ψηλά στο πλατύσκαλο, πλάι στη σημαία, να με παρατηρεί και να μου γνέφει με το χέρι να πάω προς τα εκεί.
Ροδοκοκκινισμένη, από το παιχνίδι κι από την ντροπή μου, ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλιά που θα με οδηγούσαν δίπλα του.
''Πως σε λένε;''
''Στέλλα, Στέλλα Β.''
Το είπα με περηφάνεια, στ αλήθεια, πάντα έλεγα το όνομα μου με περηφάνεια, πίστευα πως προφέροντας το με το σωστό τρόπο, αυτόματα ανέβαινα στα μάτια αυτού που ούτως ή άλλως δεν με γνώριζε προσωπικά.
Το πρόσωπο μου θα πρέπει να είχε στρογγυλέψει πολύ, όχι τόσο επειδή εκείνο τον καιρό, ήμουν ένα μικρό παχουλό κοριτσάκι αλλά από την επιθυμία να ακούσω από στόμα εκείνου του δασκάλου, κάτι καλό, κάτι θετικό. Δεν ήξερα τι, αλλά έτσι πάντα τους φανταζόμουν του δασκάλους. Γλυκομίλητους!
''Αυτό το φόρεμα να μην το ξαναφορέσεις.''
Η φωνή του ήταν σκληρή, και το χέρι του απειλητικό.
Γύρισα κι έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο.
Τριανταέξι χρόνια μετά, έχω ακόμη την απορία. Γιατί;
Είναι από τις μνήμες που έρχονται πολλές φορές και φεύγουν. Έδωσα διάφορες απαντήσεις, διαφορετικές την κάθε φορά.
Τη μιά είπα πως ίσως να του φάνηκε, πάνω στο παιχνίδι, πως είδε το βρακί μου.
Την άλλη πως σίγουρα ήταν πολύ λεπτό το ύφασμα του φορέματος μου, άρα ναι φαινόταν σίγουρα το βρακί μου.
Σκέφτηκα ακόμη, πως εκείνη την μέρα, εκείνος ο δάσκαλος, είδε ένα χαρούμενο παιδί και είπε ''ας του την σπάσω.''
Την προηγούμενη εβδομάδα, συνάντησα ένα παιδί, ας είναι καλά το διαδίκτυο και τα τερτίπια του, ομολογουμένως πολύ νεώτερος μου, όλως περιέργως συνομίληκος και κουβέντα στην κουβέντα ήρθε στο νου αυτό το δημοτικό όπου είμασταν και οι δύο μαθητές, την ίδια χρονιά, στην ίδια τάξη, αλλά με διαφορετικούς δασκάλους.
Πριν λίγο, σκεφτόμουν και πάλι το συγκεκριμένο συμβάν, και λέω, κοίτα να δεις, αυτός, ο τότε δάσκαλος, δεν ήταν που το βρακί μου δεν ήθελε να βλέπει, ούτε από τι ύφασμα ήταν το φουστάνι μου τον ενδιέφερε.
Οι πολιτικές του πεποιθήσεις, τον έκαναν να βλέπει τα πορτοκαλοκόκκινα μέρη του ρούχου μου, όπως ο ταύρος στην αρένα το κόκκινο του πανί.
Έτσι!!!
υ.γ. Αφιερωμένο στον Νίκο που μου θύμησε.