Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Étymologie

modifier
Du grec ancien ἀμύγδαλον, amýgdalon.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  αμύγδαλο τα  αμύγδαλα
Génitif του  αμύγδαλου
αμυγδάλου
των  αμύγδαλων
αμυγδάλων
Accusatif το  αμύγδαλο τα  αμύγδαλα
Vocatif αμύγδαλο αμύγδαλα

αμύγδαλο (amígdhalo) \a.ˈmi.ɣða.lɔ\ neutre

  1. Amande.