άγαλμα
Étymologie
modifier- Du grec ancien ἄγαλμα, ágalma.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | άγαλμα | τα | αγάλματα |
Génitif | του | αγάλματος | των | αγαλμάτων |
Accusatif | το | άγαλμα | τα | αγάλματα |
Vocatif | άγαλμα | αγάλματα |
άγαλμα (ágalma) \ˈa.ɣal.ma\ neutre
- (Sculpture) Statue.
1884 5 Αυγούστου - Τίθεται ο ακρογωνιαίος λίθος του αγάλματος της Ελευθερίας.
- 5 aout 1884 - pose de la pierre angulaire de la Statue de la Liberté.
Hyponymes
modifierVoir aussi
modifier- άγαλμα sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (άγαλμα)