Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Aller au contenu

ετεροφυλόφιλος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de ετερο-, φύλο (genre, sexe) et φίλος.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ετεροφυλόφιλος ετεροφυλόφιλη ετεροφυλόφιλο
génitif ετεροφυλόφιλου ετεροφυλόφιλης ετεροφυλόφιλου
accusatif ετεροφυλόφιλο ετεροφυλόφιλη ετεροφυλόφιλο
vocatif ετεροφυλόφιλε ετεροφυλόφιλη ετεροφυλόφιλο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ετεροφυλόφιλοι ετεροφυλόφιλες ετεροφυλόφιλα
génitif ετεροφυλόφιλων ετεροφυλόφιλων ετεροφυλόφιλων
accusatif ετεροφυλόφιλους ετεροφυλόφιλες ετεροφυλόφιλα
vocatif ετεροφυλόφιλοι ετεροφυλόφιλες ετεροφυλόφιλα

ετεροφυλόφιλος (eterofilófilos) \ɛ.tɛ.ɾɔ.fi.ˈlɔ.fi.lɔs\

  1. (Sexualité) Hétérosexuel.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  ετεροφυλόφιλος οι  ετεροφυλόφιλοι
Génitif του  ετεροφυλοφίλου των  ετεροφυλοφίλων
Accusatif τον  ετεροφυλόφιλο τους  ετεροφυλοφίλους
Vocatif ετεροφυλόφιλε ετεροφυλόφιλοι

ετεροφυλόφιλος (eterofilófilos) \ɛ.tɛ.ɾɔ.fi.ˈlɔ.fi.lɔs\ masculin

  1. (Sexualité) Hétérosexuel.

Vocabulaire apparenté par le sens

[modifier le wikicode]