boo
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαboo (en)
- ου, γιούχα, έκφραση αποδοκιμασίας, σε γιουχάισμα
- ⮡ ”Booooooo!” people shouted.
- «Ουουου!» φώναζε ο κόσμος.
- ⮡ ”Booooooo!” people shouted.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
boo | boos |
boo (en)
- η αποδοκιμασία, το γιούχα, ένας ήχος που κάνουν οι άνθρωποι για να δείξουν ότι δεν τους αρέσει ένας ηθοποιός, ομιλητής κτλ.
- ⮡ a mixed reception with cheers and boos - ανάμικτη υποδοχή με επευφημίες και αποδοκιμασίες
- ⮡ The boos of the fans directed at the referee were intense after the final whistle of the match.
- Η αποδοκιμασία των οπαδών κατά του διαιτητή ήταν έντονη μετά το τελευταίο σφύριγμα του αγώνα.
- ⮡ He didn’t have the time to speak and the boos began.
- Δεν πρόλαβε να μιλήσει και άρχισαν τα γιούχα.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | boo |
γ΄ ενικό ενεστώτα | boos |
αόριστος | booed |
παθητική μετοχή | booed |
ενεργητική μετοχή | booing |
boo (en)
- γιουχαΐζω, γιουχάρω
- ⮡ The speaker was booed.
- Ο ομιλητής γιουχαΐστηκε.
- ⮡ When the players of the other team came onto the field, all the home team fans started to boo them.
- Όταν οι παίκτες της αντίπαλης ομάδας μπήκαν στο γήπεδο όλοι οι φίλοι άρχισαν να τους γιουχάρουν.
- ⮡ The speaker was booed.