στρώμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στρώμα | τα | στρώματα |
γενική | του | στρώματος | των | στρωμάτων |
αιτιατική | το | στρώμα | τα | στρώματα |
κλητική | στρώμα | στρώματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρώμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στρῶμα < στρώννυμι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈstɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρώ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρώμα ουδέτερο
- ειδική κατασκευή για να κοιμάται άνθρωπος
- ⮡ Στρώμα ύπνου/θαλάσσης/αερόστρωμα κ.λπ.
- οτιδήποτε απλώνεται (συνήθως οριζόντια) σε διάφορα πάχη, πάνω ή κάτω από μια άλλη (ίσως και παρόμοια, όχι όμως ίδια) μορφή ύλης
- ⮡ στρώμα ατμοσφαιρικό, γεωλογικό, προστατευτικό, χιονιού, σκόνης, βερνικιού
- (μεταφορικά) οτιδήποτε σχηματίζει στρώμα ή κοινωνικό στρώμα
- (μετεωρολογία) στον πληθυντικό, τα στρώματα, ειδική κατηγορία νεφών (<απόδοση του όρου stratus clouds) σε αντιδιαστολή προς τους σωρείτες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντικείμενο στο οποίο κοιμόμαστε
επιφάνεια ενιαίου υλικού