Nothing Special »
Address
:
[go:
up one dir
,
main page
]
Include Form
Remove Scripts
Accept Cookies
Show Images
Show Referer
Rotate13
Base64
Strip Meta
Strip Title
Session Cookies
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλλωπισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλλωπισμέν
ος
η
καλλωπισμέν
η
το
καλλωπισμέν
ο
γενική
του
καλλωπισμέν
ου
της
καλλωπισμέν
ης
του
καλλωπισμέν
ου
αιτιατική
τον
καλλωπισμέν
ο
την
καλλωπισμέν
η
το
καλλωπισμέν
ο
κλητική
καλλωπισμέν
ε
καλλωπισμέν
η
καλλωπισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλλωπισμέν
οι
οι
καλλωπισμέν
ες
τα
καλλωπισμέν
α
γενική
των
καλλωπισμέν
ων
των
καλλωπισμέν
ων
των
καλλωπισμέν
ων
αιτιατική
τους
καλλωπισμέν
ους
τις
καλλωπισμέν
ες
τα
καλλωπισμέν
α
κλητική
καλλωπισμέν
οι
καλλωπισμέν
ες
καλλωπισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καλλωπισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καλλωπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλλωπισμένος