διασυνοριακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασυνοριακός < δια- + συνοριακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transboundary / transfrontier)
Επίθετο
επεξεργασίαδιασυνοριακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που συμβαίνει ή βρίσκεται στο σύνορο κάποιων κρατών (ή περιοχών)
Συγγενικά
επεξεργασία- διασυνοριακά
- → δείτε τις λέξεις διά, σύνορο και όρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασυνοριακός