Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Υετός ονομάζεται κάθε πτώση ή εναπόθεση στο έδαφος προϊόντων του ύδατος (σε υγρή ή στερεά μορφή, επιμερισμένη) τα οποία προέρχονται από συμπύκνωση των υδρατμών της ατμόσφαιρας. Κυριότερες μορφές του υετού είναι η βροχή, το χιονόνερο, οι ψεκάδες, το χαλάζι, το χιόνι, οι χιονόκοκκοι, οι παγοβελόνες, οι παγόκοκκοι και ο υαλοπάγος, που δημιουργείται όμως στο έδαφος. Οι παραπάνω μορφές ονομάζονται και υδατώδη μετεωρολογικά κατακρημνίσματα, ή ατμοσφαιρικά υδατώδη κατακρημνίσματα, ή απλά κατακρημνίσματα ή και υδρομετέωρα όταν αναφέρονται στη μετεωρολογία.

Σχηματική αναπαράσταση του φυσικού μηχανισμού της παραγωγής των υδρομετεώρων, καλούμενος υδρολογικός κύκλος.

Η ποσότητα του ύδατος που πέφτει στο έδαφος υπό οποιαδήποτε μορφή του υετού μετριέται με ειδικό όργανο που λέγεται βροχόμετρο το οποίο και εκφράζει το ύψος που θα αποκτούσε το νερό εάν αυτό δεν εξατμιζόταν ή δεν το απορροφούσε το έδαφος ή δεν διέρρεε στη θάλασσα. Άλλο ένα όργανο, εκτός του βροχόμετρου, είναι και το αυτογραφικό όργανο, ο βροχογράφος.

Η ομίχλη, η πάχνη και η δρόσος δεν ανήκουν στις μορφές του υετού.

Τις μορφές του υετού, δηλαδή τα υδρομετέωρα, εξετάζει η επιστήμη της Μετεωρολογίας, στοχεύοντας στην όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη αντιμετώπισή τους: οι γνώσεις, οι εμπειρίες και οι τεχνικές που ακολουθούνται ανάλογα, τόσο κατά τον τόπο που προσβάλουν (ξηρά, θάλασσα ή αέρα), όσο και κατά επιστήμη, τέχνη ή επαγγελματική - αθλητική δραστηριότητα.

Ετυμολογία

Επεξεργασία

Η λέξη υετός παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ὕω ("στέλνω βροχή, βρέχω"). Παράγωγα: ὑετός, ὑέτιος,–ία,–ον, καθώς και ὑετώτατος. Σημειώνεται ότι τόσο το ρήμα ὕω όσο το παράγωγό του ὑετός συναντώνται στα ομηρικά έπη και δηλώνουν ιδίως την καταρρακτώδη, διαρκή, συνεχόμενη βροχή, τη νεροποντή, σε αντίθεση με τους όρους ὄμβρος ("βροχή") και ψεκάς ή ψακάς ("ψιλόβροχο"). Συνήθως χρησιμοποιείτο το γ' ενικό πρόσωπο ὕει, το οποίο κατά την ελληνιστική εποχή οδηγήθηκε σε ιωτακισμό, με συνέπεια την εξαφάνισή του από τον προφορικό λόγο (είχε μεταβληθεί σε δυσπρόφερτο τύπο [íi]).