Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γούνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Γούνα ονομάζεται το δέρμα θηλαστικών ζώων (ερμίνας, τσακαλιού, αλεπούς, λύκου και άλλων) με το παχύ, πυκνό και απαλό στρώμα από τρίχες που το καλύπτουν.[1][2]

Μετά τον θάνατο του ζώου (με ασφυξία, δηλητηρίαση, ηλεκτροπληξία, σπάσιμο λαιμού) και με κατάλληλη επεξεργασία, η γούνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο για προφύλαξη από το ψύχος τον χειμώνα ή για στολισμό. Στην πρώτη περίπτωση συναντάται και ως εσωτερική ή εξωτερική επένδυση σε παλτά ή ζακέτες ή μπουφάν πολυτελούς ή μη κατασκευής. Τα ρούχα αυτά λέγονται και γουναρικά.[3]

Οι άνδρες που κατοικούν σε ψυχρά μέρη του κόσμου συνηθίζουν να φορούν παλτά από ύφασμα που έχουν φοδραριστεί με γούνα. Οι γυναίκες φορούν διάφορα είδη και αξεσουάρ γούνινα, είτε αυτά είναι παλτά, είτε ζακέτες, είτε λωρίδες γούνας γύρω από τον λαιμό (μποά), διακοσμήσεις σε γάντια και σκούφους κ.λ.π.[3]

Οι γούνες που φορούν οι γυναίκες φέρουν και το όνομα του ζώου από το οποίο προέρχονται π.χ. ζιμπελίνα (δηλαδή μία γούνα που έχει κατασκευαστεί από δέρμα ερμίνας, κουναβιού ή νυφίτσας), ρενάρ (από δέρμα αλεπούς), αστραχάν (από έμβρυο ή νεογέννητο πρόβατο που θανατώνεται για το δέρμα του), κλπ. Συχνά, τα ενδύματα από φυσική γούνα αποτελούν δείγμα ευπορίας και πλούτου.[3]

Ο τόπος καταγωγής χαρακτηρίζει επίσης μία γούνα. Τα παλιά χρόνια η Λειψία ήταν το κέντρο εμπορίου γουναρικών στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα, κυρίως στη Δυτική Μακεδονία, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα Έλληνες (οι λεγόμενοι γουναραίοι ή γουναράδες[4]) που κατεργάζονται και εμπορεύονται γουναρικά πολύ καλής ποιότητας.[3]

Οι συνθετικές γούνες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τελευταία χρόνια και χάρη στη δραστηριότητα κυρίως vegan οργανώσεων, υπάρχει η τάση να κατασκευάζονται γούνες από συνθετικά υλικά, έτσι ώστε να ομοιάζουν με τις φυσικές γούνες χωρίς να απαιτείται η θανάτωση ζώων. Οι γούνες αυτές λέγονται συνθετικές ή οικολογικές.[2] Επιπλέον αρκετές χώρες σταδιακά προχωρούν στην απαγόρευση της εκτροφής ζώων για τη γούνα τους. [5][6]

Στην ελληνική λαογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ελληνική λαογραφία αναφέρεται συχνά η γούνα σε λέξεις και παροιμίες. Λέγεται, για παράδειγμα:

  • «Έχω ράμματα για τη γούνα του» = Έχω στοιχεία ή πληροφορίες για κάποιον που μπορούν να τον διασύρουν.[2][3]
  • «Είναι της γούνας μου μανίκι»= Υπάρχουν δύο εξηγήσεις: α) τον έχω ανάγκη[3] και β) είναι άσχετος προς εμένα, μου είναι αδιάφορος.[2]
  • «Του καίω τη γούνα»= Δημοσιοποιώ επιβαρυντικά στοιχεία για κάποιον, εκθέτοντάς τον ηθικά στην κοινωνία.[2]
  • «Του τινάζω τη γούνα» = Δέρνω κάποιον.[3]
  • «Άμε μ’ έναν που φοράει γούνα να σου δώσει να φορέσεις αμπά»= Πήγαινε με κάποιον που φοράει γούνα να σου δώσει να φορέσεις παλτό από χονδρό ύφασμα. Αυτή η έκφραση υπονοεί την ωφέλεια που έχουν οι φτωχοί και ανίσχυροι διατηρώντας σχέσεις με ανθρώπους πλούσιους και ισχυρούς.[3]
  1. Σακελλαρίου, Χάρης (1990). Νέο Λεξικό της Δημοτικής (9η έκδοση). Αθήνα: Ι. Σιδέρης. σελ. 228. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2005). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (2η έκδοση, 2η ανατύπωση, βελτιωμένη έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. σελ. 435. ISBN 960-86190-1-7. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου". 5ος τόμος. Αθήνα: Έκδοσις της Εγκυκλοπαιδικής Επιθεωρήσεως "Ήλιος". σελ. 628. 
  4. «Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση - Αρχείο». www.ert-archives.gr. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2016. [νεκρός σύνδεσμος]
  5. Newsroom (2018-03-21). «Σαν Φρανσίσκο: κάνει εμπάργκο στη γούνα για να διασώσει 50 εκατομμύρια ζώα». CNN.gr. http://www.cnn.gr/style/moda/story/122516/san-fransisko-kanei-empargko-sti-goyna-gia-na-diasosei-50-ekatommyria-zoa. Ανακτήθηκε στις 2018-03-23. 
  6. «Τέλος εποχής για τη γούνα. Η Νορβηγία κλείνει τις φάρμες εκτροφής». HuffPost Greece. 2018-01-16. https://www.huffingtonpost.gr/entry/telos-epochis-gia-ti-gouna-i-norvigia-kleinei-tis-farmes-ektrofis_gr_5a5dfd45e4b04f3c55a5e6f9. Ανακτήθηκε στις 2018-03-23. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]