όποτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]όποτε
- (χρονικός σύνδεσμος) σε απροσδιόριστα χρονικά σημεία, κάθε φορά που
- δεν γίνεται να με βρίζεις όποτε έχεις νεύρα από τη δουλειά σου