ψέλνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψέλνω < ψάλλω λείπει η ετυμολογία

ψέλνω, πρτ.: έψελνα, αόρ.: έψαλα & ψέλνομαι

  1. ψάλλω στην εκκλησία
  2. ψάλλω τον εθνικό ύμνο
  3. εξυμνώ (παρωχημένο)
  4. (μεταφορικά) μαλώνω κάποιον
    ⮡  Μου τα ψέλνει όλη μέρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]