φυλάξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]φυλάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυλάω
- θα φυλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυλάω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]φυλάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φύλαξη