πόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόλος | οι | πόλοι |
γενική | του | πόλου | των | πόλων |
αιτιατική | τον | πόλο | τους | πόλους |
κλητική | πόλε | πόλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πόλος < αρχαία ελληνική πόλος < πέλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, γυρίζω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πόλος αρσενικό
- (γεωγραφία) το καθένα από τα δύο ακρότατα σημεία του άξονα περιστροφής της γης ή άλλου ουράνιου σώματος
- Βόρειος Πόλος, Νότιος Πόλος
- το καθένα από τα δύο άκρα του άξονα του μαγνητικού πεδίου της γης
- ο μαγνητικός Βόρειος Πόλος της γης δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον γεωγραφικό Βόρειο Πόλο
- (ηλεκτρολογία) το καθένα από τα δύο άκρα μιας ηλεκτρικής πηγής, μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού
- ο θετικός και ο αρνητικός πόλος μιας μπαταρίας
- το ζεστό ή το κρύο σε βρύση τύπου μπαταρίας
- ο κρύος και ο ζεστός πόλος μιας μπαταρίας
- (μεταφορικά) κάτι που έχει ελκτική δύναμη
- αυτό το αξιοθέατο είναι πόλος έλξης τουριστών
- τμήμα των επισκοπικών αμφίων
- κάλυμμα της κεφαλής των θεαινών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πόλος
|