μονομέρεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονομέρεια | οι | μονομέρειες |
γενική | της | μονομέρειας | των | μονομερειών |
αιτιατική | τη | μονομέρεια | τις | μονομέρειες |
κλητική | μονομέρεια | μονομέρειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονομέρεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονομέρεια < μονομερής < μονο- + μέρ(ος) + -ής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονομέρεια θηλυκό
- η έλλειψη αντικειμενικότητας λόγω εξέτασης της μιας μόνο πλευράς ζητήματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονομέρεια
Πηγές
[επεξεργασία]- μονομέρεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μονομέρειᾰ | αἱ | μονομέρειαι |
γενική | τῆς | μονομερείᾱς | τῶν | μονομερειῶν |
δοτική | τῇ | μονομερείᾳ | ταῖς | μονομερείαις |
αιτιατική | τὴν | μονομέρειᾰν | τὰς | μονομερείᾱς |
κλητική ὦ! | μονομέρειᾰ | μονομέρειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονομερείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μονομερείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
[επεξεργασία]- μονομέρεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)