μελετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]μελετώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μελετῶ, συνηρημένος τύπος του μελετάω.[1] Δείτε και το νεοελληνικό μελετάω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.leˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λε‐τώ
Ρήμα
[επεξεργασία]μελετώ/μελετάω, αόρ.: μελέτησα, παθ.φωνή: μελετώμαι, π.αόρ.: μελετήθηκα, μτχ.π.π.: μελετημένος, και παθητικό μελετιέμαι από το μελετάω
- άλλη μορφή του μελετάω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μελετώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας