μάρκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάρκο τα μάρκα
      γενική του μάρκου των μάρκων
    αιτιατική το μάρκο τα μάρκα
     κλητική μάρκο μάρκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάρκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική marco < γερμανική Mark[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmaɾ.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάρ‐κο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάρκο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]