κυανό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κανό, κυανός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυανό τα κυανά
      γενική του κυανού των κυανών
    αιτιατική το κυανό τα κυανά
     κλητική κυανό κυανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυανό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κυανός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυανό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κυανό