Α

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε ελληνικά: Α, ΑΑ, Α΄, ͵Α, α, α΄, ͵α. λατινικά: A, AA, AAA, a. κυριλλικά А, а - Αυτή η σελίδα είναι για το ελληνικό Α.
Άλφα ελληνικό κεφαλαίο
εικόνα html
Α
Α decimal
鎑 Unicode (U+9391)
GREEK CAPITAL LETTER ALPHA
δείτε και το
λατινικό A
κυριλλικό А
Β →

Σύμβολο

[επεξεργασία]

Α



ελληνικό αλφάβητο
Α   Α Unicode (U+0391)
Α   Α   decimal
 Α  α     άλφα / ἄλφα Ν ν   νι / νῦ
 Β  β  ϐ   βήτα / βῆτα Ξ ξ   ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γ γ   γάμα / γάμμα Ο ο   όμικρον / ὂ μικρόν, (οὖ)
 Δ δ   δέλτα Π π ϖ  πι / πεῖ, πῖ
 Ε ε   έψιλον / ἒ ψιλόν, (εἶ) Ρ ρ ϱ ρο / ῥῶ
 Ζ ζ   ζήτα / ζῆτα Σ σ/ς   σίγμα / σῖγμα
 Η η   ήτα / ἦτα Τ τ   ταυ / ταῦ
 Θ θ ϑ θήτα / θῆτα Υ υ   ύψιλον / ὖ ψιλόν, ()
 Ι ι   γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φ φ ϕ φι / φεῖ, φῖ
 Κ κ ϰ κάπα / κάππα Χ χ   χι / χεῖ, χῖ
 Λ λ   λάμδα, λάμβδα / λάβδα Ψ ψ   ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μ μ   μι / μῦ Ω ω   ωμέγα / ὦ μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝ ϝ   δίγαμμα  Ϻ ϻ   σαν
 Ϛ ϛ   στίγμα  Ϸ ϸ   σω
 Ϡ ϡ   σαμπί  Ͳ ͳ   παλαιό σαμπί
 Ϙ ϙ   κόππα  Ϟ ϟ   μεταγενέστερο κόππα
 Ͱ ͱ   ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ  ϲ   μηνοειδές σίγμα
 Ϗ ϗ   και  Ȣ ȣ   ου
 Ͷ ͷ   παμφυλιακό δίγαμμα        

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Α < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Α, το πρώτο του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου [1]

Σύμβολο

[επεξεργασία]

Α ουδέτερο κεφαλαίο (πεζό: α)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Α συντομογραφία

  1. ανατολικά
  2. ανατολικός

Αναφορές

[επεξεργασία]



ελληνικό αλφάβητο
Α   &#x0391; Unicode (U+0391)
Α   &#913;   decimal
 Α  α     άλφα / ἄλφα Ν ν   νι / νῦ
 Β  β  ϐ   βήτα / βῆτα Ξ ξ   ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γ γ   γάμα / γάμμα Ο ο   όμικρον / ὂ μικρόν, (οὖ)
 Δ δ   δέλτα Π π ϖ  πι / πεῖ, πῖ
 Ε ε   έψιλον / ἒ ψιλόν, (εἶ) Ρ ρ ϱ ρο / ῥῶ
 Ζ ζ   ζήτα / ζῆτα Σ σ/ς   σίγμα / σῖγμα
 Η η   ήτα / ἦτα Τ τ   ταυ / ταῦ
 Θ θ ϑ θήτα / θῆτα Υ υ   ύψιλον / ὖ ψιλόν, ()
 Ι ι   γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φ φ ϕ φι / φεῖ, φῖ
 Κ κ ϰ κάπα / κάππα Χ χ   χι / χεῖ, χῖ
 Λ λ   λάμδα, λάμβδα / λάβδα Ψ ψ   ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μ μ   μι / μῦ Ω ω   ωμέγα / ὦ μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝ ϝ   δίγαμμα  Ϻ ϻ   σαν
 Ϛ ϛ   στίγμα  Ϸ ϸ   σω
 Ϡ ϡ   σαμπί  Ͳ ͳ   παλαιό σαμπί
 Ϙ ϙ   κόππα  Ϟ ϟ   μεταγενέστερο κόππα
 Ͱ ͱ   ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ  ϲ   μηνοειδές σίγμα
 Ϗ ϗ   και  Ȣ ȣ   ου
 Ͷ ͷ   παμφυλιακό δίγαμμα        

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Α < σημιτικής προέλευσης :[1] φοινικική , γράμμα 𐤀 (aleph) < αρχαία αιγυπτιακή , ιερογλυφικό 𓃾}

Σύμβολο

[επεξεργασία]

Α ουδέτερο κεφαλαίο

  1. (γράμμα) το άλφα κεφαλαίο: πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου
  2. (αριθμητικό σύμβολο) 1: εἷς, πρῶτος
    άλλες μορφές: Α΄). Και ͵Α = 1.000 (και χιλιοστός).

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • → δείτε , κωδικούς και διαγλωσσικό σύμβολο Α

Αναφορές

[επεξεργασία]