want
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
want | wants |
want (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | want |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wants |
αόριστος | wanted |
παθητική μετοχή | wanted |
ενεργητική μετοχή | wanting |
want (en)
- θέλω
- ⮡ I want to see him.
- Θέλω να τον δω.
- ⮡ I don’t want to bother her.
- Δε θέλω να την ενοχλήσω.
- ⮡ I know what I want.
- Ξέρω τι θέλω.
- ⮡ Do you want anything else?
- Θέλετε τίποτε άλλο;
- ⮡ How do you want your coffee – sweet or medium?
- Πώς θέλεις τον καφέ σου – γλυκό ή μέτριο;
- ⮡ I want a glass of cold water.
- Θέλω ένα ποτήρι κρύο νερό.
- ≈ συνώνυμα: like και wish
- ⮡ I want to see him.
- (μεταβατικό) ζητώ κάποιον για δουλειά
- ⮡ Skilled staff are wanted for the staffing of an insurance company.
- Ζητείται ειδικευμένο προσωπικό για τη στελέχωση ασφαλιστικής εταιρείας.
- ⮡ Skilled staff are wanted for the staffing of an insurance company.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- want (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- want (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λείπω