teach

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας teach
γ΄ ενικό ενεστώτα teaches
αόριστος taught
παθητική μετοχή taught
ενεργητική μετοχή teaching
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tit͡ʃ/

teach (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διδάσκω, κάνω μαθήματα σε μαθητές σε σχολείο, κολέγιο, πανεπιστήμιο κτλ.· βοηθώ κάποιον να μάθει κάτι δίνοντας πληροφορίες για αυτό
    ⮡  I teach chemistry/history.
    Διδάσκω χημεία/ιστορία.
    ⮡  She teaches (University) students physics.
    Διδάσκει τους φοιτητές φυσική.
    ⮡  The students were not taught all of the material.
    Οι μαθητές δε διδάχτηκαν όλη την ύλη.
    ⮡  They were examined on the material taught.
    Εξετάστηκαν σε διδαγμένη ύλη.
    ⮡  It’s exhausting teaching 10 hours a day./It’s exhausting to teach 10 hours a day.
    Είναι εξαντλητικό να διδάσκεις 10 ώρες την ημέρα.
  2. (μεταβατικό) διδάσκω, δείχνω σε κάποιον πώς να κάνει κάτι, ώστε να μπορεί να το κάνει μόνος του
    ⮡  He taught me to swim.
    Με δίδαξε να κολυμπάω.
    ⮡  This year they will also be taught Greek dances.
    Του χρόνου θα διδαχθούν και ελληνικούς χορούς.
  3. (μεταβατικό) διδάσκω, κάνω κάποιον να αισθάνεται ή να σκέφτεται με διαφορετικό τρόπο
    ⮡  Christ taught love.
    Ο Χριστός δίδασκε την αγάπη.
    ⮡  I am taught by my mistakes.
    Διδάσκομαι από τα λάθη μου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]