speed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
speed speeds

speed (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ταχύτητα, ο ρυθμός με τον οποίο κάποιος ή κάτι κινείται
    ⮡  at the speed of light - με την ταχύτητα του φωτός
    ⮡  She exceeded the speed limit.
    Υπερέβη το όριο ταχύτητας.
    ⮡  Don’t drive at a high speed in this street!
    Μην οδηγείς με μεγάλη ταχύτητα σε αυτόν τον δρόμο!
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ταχύτητα, ο ρυθμός με τον οποίο κάτι συμβαίνει ή γίνεται
    ⮡  Everything happened at a breakneck speed.
    Όλα έγιναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
  3. (μη μετρήσιμο) η ταχύτητα, η γρηγοράδα, η ιδιότητα του γρήγορου
    ⮡  It is dangerous to take the turn at speed.
    Είναι επικίνδυνο να παίρνεις τη στροφή με ταχύτητα.
    ⮡  It came with lightning speed.
    Ήρθε με τη γρηγοράδα της αστραπής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη speediness
ενεστώτας speed
γ΄ ενικό ενεστώτα speeds
αόριστος speeded, sped
παθητική μετοχή speeded, sped
ενεργητική μετοχή speeding
speeded (βρετανικό), sped (αμερικανικό)

speed (en)

  1. (αμετάβατο) ορμώ, κινούμαι γρήγορα
    ⮡  He sped across the fields.
    Όρμησε μέσα από τα χωράφια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dart
  2. (αμετάβατο, συνήθως στα continuous tenses) τρέχω με υπερβολική ταχύτητα, οδηγώ πιο γρήγορα από την ταχύτητα που επιτρέπεται από το νόμο
    ⮡  He was speeding.
    Έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα.

Παράγωγα

[επεξεργασία]