speed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
speed | speeds |
speed (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ταχύτητα, ο ρυθμός με τον οποίο κάποιος ή κάτι κινείται
- ⮡ at the speed of light - με την ταχύτητα του φωτός
- ⮡ She exceeded the speed limit.
- Υπερέβη το όριο ταχύτητας.
- ⮡ Don’t drive at a high speed in this street!
- Μην οδηγείς με μεγάλη ταχύτητα σε αυτόν τον δρόμο!
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ταχύτητα, ο ρυθμός με τον οποίο κάτι συμβαίνει ή γίνεται
- ⮡ Everything happened at a breakneck speed.
- Όλα έγιναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
- ⮡ Everything happened at a breakneck speed.
- (μη μετρήσιμο) η ταχύτητα, η γρηγοράδα, η ιδιότητα του γρήγορου
- ⮡ It is dangerous to take the turn at speed.
- Είναι επικίνδυνο να παίρνεις τη στροφή με ταχύτητα.
- ⮡ It came with lightning speed.
- Ήρθε με τη γρηγοράδα της αστραπής.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη speediness
- ⮡ It is dangerous to take the turn at speed.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | speed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | speeds |
αόριστος | speeded, sped |
παθητική μετοχή | speeded, sped |
ενεργητική μετοχή | speeding |
speeded (βρετανικό), sped (αμερικανικό) |
speed (en)
- (αμετάβατο) ορμώ, κινούμαι γρήγορα
- (αμετάβατο, συνήθως στα continuous tenses) τρέχω με υπερβολική ταχύτητα, οδηγώ πιο γρήγορα από την ταχύτητα που επιτρέπεται από το νόμο
- ⮡ He was speeding.
- Έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα.
- ⮡ He was speeding.