strain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
strain strains

strain (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δοκιμασία, πίεση σε ένα σύστημα ή μια σχέση επειδή τίθενται μεγάλες απαιτήσεις από αυτό
    ⮡  Small print is a strain on the eyes.
    Τα μικρά στοιχεία είναι δοκιμασία για τα μάτια.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η καταπόνηση, η ένταση, η ψυχική πίεση ή ανησυχία που αισθάνεται κάποιος επειδή έχει πάρα πολλά να κάνει· κάτι που προκαλεί αυτή την πίεση
    ⮡  mental strain - ψυχική καταπόνηση
    ⮡  the strain of modern life - η ένταση της σύγχρονης ζωής
    ⮡  the strain of work - η πίεση της δουλειάς
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το τέντωμα, η πίεση που ασκείται σε κάτι όταν μια φυσική δύναμη το τεντώνει, το σπρώχνει ή το τραβάει
    ⮡  The rope broke under the strain.
    Το σκοινί έσπασε από το τέντωμα.
    ⮡  That beam bears a heavy strain.
    Αυτό το δοκάρι δέχεται μεγάλη πίεση.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εξάρθρωση
    ⮡  a shoulder blade strain - εξάρθρωση ωμοπλάτης
  5. ένα συγκεκριμένο είδος φυτού ή ζώου. ή μια συγκεκριμένη ασθένεια που προκαλείται από βακτήρια κτλ.
    ⮡  a strain of mosquitoes that have gained resistance to insecticides - είδος κουνουπιών που έχουν αποκτήσει αντοχή στα εντομοκτόνα
  6. (συνήθως ενικός) η ροπή, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός ατόμου ή μιας ομάδας, ή μια ιδιότητα του τρόπου του
    ⮡  There’s a criminal strain in him.
    Έχει μια ροπή προς το έγκλημα μέσα του.
ενεστώτας strain
γ΄ ενικό ενεστώτα strains
αόριστος strained
παθητική μετοχή strained
ενεργητική μετοχή straining

strain (en)

  1. (μεταβατικό) καταπονώ, τραυματίζομαι ή τραυματίζω ένα μέρος του σώματός μου κάνοντας το να δουλέψει πολύ σκληρά
    ⮡  His eyes have been strained from the nighttime studying.
    Τα μάτια του έχουν καταπονηθεί από τη νυχτερινή μελέτη.
     συνώνυμα: stress
  2. (μεταβατικό) σουρώνω, περνάω κάτι από το σουρωτήρι, βάζω φαγητό μέσα από κάτι με πολύ μικρές τρύπες για να διαχωρίσω το στερεό από το υγρό μέρος
    ⮡  I am straining the macaroni/the soup.
    Σουρώνω τα μακαρόνια/τη σούπα.
    ⮡  I am straining the tomato.
    Περνάω τη ντομάτα από το σουρωτήρι.