strain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
strain | strains |
strain (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δοκιμασία, πίεση σε ένα σύστημα ή μια σχέση επειδή τίθενται μεγάλες απαιτήσεις από αυτό
- ⮡ Small print is a strain on the eyes.
- Τα μικρά στοιχεία είναι δοκιμασία για τα μάτια.
- ⮡ Small print is a strain on the eyes.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η καταπόνηση, η ένταση, η ψυχική πίεση ή ανησυχία που αισθάνεται κάποιος επειδή έχει πάρα πολλά να κάνει· κάτι που προκαλεί αυτή την πίεση
- ⮡ mental strain - ψυχική καταπόνηση
- ⮡ the strain of modern life - η ένταση της σύγχρονης ζωής
- ⮡ the strain of work - η πίεση της δουλειάς
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το τέντωμα, η πίεση που ασκείται σε κάτι όταν μια φυσική δύναμη το τεντώνει, το σπρώχνει ή το τραβάει
- ⮡ The rope broke under the strain.
- Το σκοινί έσπασε από το τέντωμα.
- ⮡ That beam bears a heavy strain.
- Αυτό το δοκάρι δέχεται μεγάλη πίεση.
- ⮡ The rope broke under the strain.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εξάρθρωση
- ⮡ a shoulder blade strain - εξάρθρωση ωμοπλάτης
- ένα συγκεκριμένο είδος φυτού ή ζώου. ή μια συγκεκριμένη ασθένεια που προκαλείται από βακτήρια κτλ.
- ⮡ a strain of mosquitoes that have gained resistance to insecticides - είδος κουνουπιών που έχουν αποκτήσει αντοχή στα εντομοκτόνα
- (συνήθως ενικός) η ροπή, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός ατόμου ή μιας ομάδας, ή μια ιδιότητα του τρόπου του
- ⮡ There’s a criminal strain in him.
- Έχει μια ροπή προς το έγκλημα μέσα του.
- ⮡ There’s a criminal strain in him.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | strain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strains |
αόριστος | strained |
παθητική μετοχή | strained |
ενεργητική μετοχή | straining |
strain (en)
- (μεταβατικό) καταπονώ, τραυματίζομαι ή τραυματίζω ένα μέρος του σώματός μου κάνοντας το να δουλέψει πολύ σκληρά
- (μεταβατικό) σουρώνω, περνάω κάτι από το σουρωτήρι, βάζω φαγητό μέσα από κάτι με πολύ μικρές τρύπες για να διαχωρίσω το στερεό από το υγρό μέρος
- ⮡ I am straining the macaroni/the soup.
- Σουρώνω τα μακαρόνια/τη σούπα.
- ⮡ I am straining the tomato.
- Περνάω τη ντομάτα από το σουρωτήρι.
- ⮡ I am straining the macaroni/the soup.
Πηγές
[επεξεργασία]- strain (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- strain (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695, 806. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, σουρώνω