stink
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stinks |
αόριστος | stank, stunk |
παθητική μετοχή | stunk |
ενεργητική μετοχή | stinking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
stink (en)
- (αμετάβατο) βρομάω, βρομοκοπάω, όζω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα
- (αμετάβατο) βρομάω, υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία που δείχνουν διαφθορά, ανήθικες πράξεις
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- stink (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stink (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 177. ISBN 9780194325684., λήμμα: βρομοκοπώ, βρομώ