pôle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pôle | pôles |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pôle (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης : pole, Pole |
ενικός | πληθυντικός |
pôle | pôles |
pôle (fr) αρσενικό