herbata
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | herbata | herbaty |
γενική | herbaty | herbat |
δοτική | herbacie | herbatom |
αιτιατική | herbatę | herbaty |
οργανική | herbatą | herbatami |
τοπική | herbacie | herbatach |
κλητική | herbato | herbaty |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]herbata < λατινική herba + ολλανδική thee
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]herbata (pl) θηλυκό
- το τσάι