help

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

help (en)

  • (μη μετρήσιμο) η βοήθεια
    ⮡  Ι can make it alone; I need your help!
    Δεν τα καταφέρνω μόνος/μόνη μου· χρειάζομαι τη βοήθειά σου!
ενεστώτας help
γ΄ ενικό ενεστώτα helps
αόριστος helped
παθητική μετοχή helped
ενεργητική μετοχή helping

help (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) βοηθάω, κάνω ευκολότερο ή δυνατό για κάποιον να κάνει κάτι δίνοντάς του κάτι που χρειάζεται
    ⮡  Help me!
    Βοηθείστε/Βοήθησέ με!
    ⮡  Can I help you?
    Μπορώ να σας βοηθήσω;
    ⮡  I am helping someone cross the street.
    Βοηθώ κάποιον να περάσει το δρόμο.
    ⮡  His advice helped me a lot.
    Οι συμβουλές του με βοήθησαν πολύ.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) βοηθάω, βελτιώνω μια κατάσταση ή διευκολύνω να συμβεί κάτι
    ⮡  Crying won’t help you.
    Δεν θα σε βοηθήσουνε τα κλάματα.
    ⮡  Ouzo helps with digestion.
    Το ούζο βοηθάει τη χώνεψη.
  3. (μεταβατικό) εξυπηρετώ κάποιον ή σερβίρω κάποιον φαγητό
    ⮡  Have you been helped?
    Εξυπηρετείστε;
    ⮡  Help the gentleman, please.
    Εξυπηρετείστε τον κύριο, παρακαλώ.
    ⮡  Can I help you to some more meat?
    Μπορώ να σας σερβίρω λίγο κρέας ακόμα;
    ⮡  Please help yourself!
    Παρακαλώ σερβιριστείτε!
    ⮡  Help yourself to another glass of brandy.
    Σερβιρίσου πάλι κονιάκ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη serve

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]