good
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | good |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
good (en)
- καλός, που έχει μια χρήσιμη ή βοηθητική επίδραση σε κάποιον ή κάτι
- ↪ This is good for your health.
- Αυτό είναι καλό για την υγεία σου.
- ↪ This is good for your health.
- ισχύει
- ↪ The return ticket is good for a month.
- Το εισιτήριο επιστροφής ισχύει για ένα μήνα.
- ↪ The return ticket is good for a month.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]με τις προθέσεις:
- good at: καλός σε κάτι
- good in: καλός σε κάτι συγκεκριμένο που έχει περιγραφεί ή όταν είθισται ως έκφραση
- good thing
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Λήμματα με τον όρο 'good' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'good' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | good |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
good (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
good | goods |
good (en)