get together
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | get together |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets together |
αόριστος | got together |
παθητική μετοχή | got together, gotten together |
ενεργητική μετοχή | getting together |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]get together (en)
- συγκεντρώνω ανθρώπους ή πράγματα σε ένα μέρος
- ↪ Get together all the necessary documents.
- Συγκέντρωσε όλα τα αναγκαία έγγραφε.
- ↪ Get together all the necessary documents.
- (ανεπίσημο) βρίσκομαι, συγκεντρώνω, συναντώ κάποιον κοινωνικά ή για να συζητήσω κάτι
- ↪ Do you want to get together tomorrow or the day after tomorrow?
- Θέλεις να βρεθούμε αύριο ή μεθαύριο;
- ↪ While let’s get together one evening, shall we?
- Λοιπόν να συγκεντρωθούμε κάνα βραδάκι, έ;
- ↪ He got his advisers together.
- Συγκέντρωσε τους συμβούλους του.
- ↪ Do you want to get together tomorrow or the day after tomorrow?
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη assemble
Πηγές
[επεξεργασία]- get together - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω