get together

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: get-together
ενεστώτας get together
γ΄ ενικό ενεστώτα gets together
αόριστος got together
παθητική μετοχή got together, gotten together
ενεργητική μετοχή getting together

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
get together < → δείτε τις λέξεις get και together

get together (en)

  1. συγκεντρώνω ανθρώπους ή πράγματα σε ένα μέρος
    Get together all the necessary documents.
    Συγκέντρωσε όλα τα αναγκαία έγγραφε.
  2. (ανεπίσημο) βρίσκομαι, συγκεντρώνω, συναντώ κάποιον κοινωνικά ή για να συζητήσω κάτι
    Do you want to get together tomorrow or the day after tomorrow?
    Θέλεις να βρεθούμε αύριο ή μεθαύριο;
    While let’s get together one evening, shall we?
    Λοιπόν να συγκεντρωθούμε κάνα βραδάκι, έ;
    He got his advisers together.
    Συγκέντρωσε τους συμβούλους του.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη assemble