gadget
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gadget < άγνωστης ετυμολογίας, που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στο γραπτό λόγο το 1886. Πιθανόν < gâchette (μάνταλο) ή gagée (που είναι ενέχυρο, που έχει δεσμευτεί)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gadget (en)
- (γενικότερα) ονομασία για διάφορες συσκευές, αντικείμενα ή εξαρτήματα (συνήθως μικρού μεγέθους)· γκάτζετ
- (ειδικότερα) κάθε ηλεκτρονικό προϊόν ευρείας ή μαζικής κατανάλωσης
- (πληροφορική) ακολουθία εντολών που είναι μέρος ενός προγράμματος, η οποία εκμεταλλεύεται αδυναμίες του, προκειμένου να εκτρέψει την εκτέλεσή του σε θέση μνήμης που έχει επιλέξει ένας εισβολέας
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gadget (fr)