forza

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
forza < λατινική fŏrtia

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
forza forze

forza (it) θηλυκό

forza (it)

  1. δεύτερο πρόσωπο προστακτικής του ρήματος forzare
  2. τρίτο πρόσωπο ενεστώτα του ρήματος forzare