dit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dit | dits |
θηλυκό | dite | dites |
dit (fr)
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dit (ca)
- το δάχτυλο