change
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
change | changes |
change (en)
- η αλλαγή
- ⮡ Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
- Η κάθε νέα στάση του μετρό που προστίθεται στο συγκοινωνιακό σύστημα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.
- ≈ συνώνυμα: alteration και modification
- ⮡ Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
- (μη μετρήσιμο) τα ρέστα, τα χρήματα που πρέπει να επιστρέψει ο πωλητής στον αγοραστή, όταν ο τελευταίος του δίνει κέρματα ή χαρτονομίσματα μεγαλύτερης αξίας από αυτήν του προϊόντος που αγοράζει
- ⮡ Pay the bill and leave the change for a tip.
- Πλήρωσε το λογαριασμό και άφησε τα ρέστα για πουρμπουάρ.
- ⮡ Keep the change!
- Κράτησε τα ρέστα!
- ⮡ You gave me the wrong change.
- Μου δώσατε λάθος ρέστα.
- ⮡ Pay the bill and leave the change for a tip.
- (μη μετρήσιμο) τα ψιλά, τα λιανά, τα νομίσματα
- ⮡ I don’t have any change on me.
- Δεν έχω ψιλά μαζί μου.
- ⮡ Can you give me change for a five pound note?
- Μπορείς να μου κάνεις ψιλά ένα πεντόλιρο;
- ⮡ Can you make change for a pound?
- Μπορείς να μου κάνεις λιανά μια λίρα;
- ⮡ I don’t have any change on me.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | change |
γ΄ ενικό ενεστώτα | changes |
αόριστος | changed |
παθητική μετοχή | changed |
ενεργητική μετοχή | changing |
change (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γυρίζω, γίνομαι διαφορετικός
- ⮡ The weather will change.
- Ο καιρός θα γυρίσει.
- ⮡ His condition changed for the better/worse.
- Η κατάστασή του γύρισε προς το καλύτερο/χειρότερο.
- ⮡ The weather will change.
- (μεταβατικό) αλλάζω, κάνω κάποιον ή κάτι διαφορετικό
- ⮡ That doesn’t change things at all.
- Αυτό δεν αλλάζει καθόλου τα πράγματα.
- ⮡ You can’t change someone’s personality in a day.
- Δεν μπορείς να αλλάξεις την προσωπικότητα κάποιου σε μια μέρα.
- ⮡ He is constantly changing his mind.
- Διαρκώς αλλάζει γνώμη.
- ⮡ I won’t change a word in the essay.
- Δεν θα αλλάξω λέξη στην έκθεση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη alter
- ⮡ That doesn’t change things at all.
- (μεταβατικό) αλλάζω, σταματώ να έχω μια κατάσταση, θέση ή κατεύθυνση και αρχίζω να έχω μια άλλη
- ⮡ He changed color when he saw me.
- Άλλαξε χρώμα όταν με είδα.
- ⮡ She completely changed her policy/ideas.
- Άλλαξε εντελώς πολιτική/ιδέες.
- ⮡ The ship changed course.
- Το πλοίο άλλαξε πορεία.
- ⮡ He changed color when he saw me.
- (μεταβατικό) αλλάζω, γυρίζω, αντικαθιστώ ένα πράγμα, πρόσωπο, υπηρεσία κτλ. με κάτι νέο ή διαφορετικό
- ⮡ I change my name/address/residence/car.
- Αλλάζω όνομά/διεύθυνσή/κατοικία/αυτοκίνητό μου.
- ⮡ I am changing a bulb/a tire.
- Αλλάζω λάμπα/λάστιχο.
- ⮡ Don’t change the subject!
- Μην γυρίζεις την κουβέντα!
- ⮡ I change my name/address/residence/car.
- (μεταβατικό) αλλάζω, ανταλλάσσω χρήματα για το ίδιο ποσό σε διαφορετικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα
- ⮡ Can you change a five-pound note?
- Μπορείτε να μου αλλάξετε ένα πεντόλιρο;
- ⮡ Can you change a five-pound note?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλάζω, πάω από το ένα λεωφορείο, τρένο κ.λπ. στο άλλο για να συνεχίσω ένα ταξίδι
- ⮡ I am changing trains there.
- Αλλάζω τρένο εκεί.
- ⮡ I am changing trains there.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλάζω, για ρούχα, βάζω διαφορετικά ή καθαρά ρούχα
- ⮡ I am changing./I am changing clothes.
- Αλλάζω ρούχα.
- ⮡ I am changing./I am changing clothes.
- (μεταβατικό) αλλάζω, για κρεβάτι, βάζω καθαρά σεντόνια κτλ. σε ένα κρεβάτι
- ⮡ He is changing the sheets.
- Αλλάζει σεντόνια.
- ⮡ He is changing the sheets.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- change (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- change (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 32, 203, 502, 767, 989. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλλάζω, γυρίζω, λιανά, ρέστα, ψιλά
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]change (fr) αρσενικό
- το άλλαγμα, η αλλαξιά
- το συνάλλαγμα