céréale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
céréale | céréales |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]céréale (fr) θηλυκό
- το δημητριακό
ενικός | πληθυντικός |
céréale | céréales |
céréale (fr) θηλυκό