bougie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bougie | bougies |
bougie (fr) θηλυκό
- το κερί (μέσο φωτισμού)
- (τεχνολογία) το μπουζί, ο σπινθηριστής