bat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bat | bats |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bat (en)
- (θηλαστικό ζώο) η νυχτερίδα
- (αθλητισμός) το αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιούμε για να χτυπήσουμε μια μπάλα
- (μειωτικό) η ηλικιωμένη γυναίκα
- (ανεπίσημο) ο ρυθμός κίνησης, η ταχύτητα
- (ΗΠΑ, αργκό, παρωχημένο) η γιορτή
Παράγωγα
[επεξεργασία]- Batman (χαρακτήρας κόμικς)
Βασκικά (eu)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]bat (eu)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αυστραλιανά αγγλικά)
- Ομόηχα (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Θηλαστικά (αγγλικά)
- Ζώα (αγγλικά)
- Αθλητισμός (αγγλικά)
- Μειωτικοί όροι (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (αμερικανικά αγγλικά)
- Βασκική γλώσσα
- Αριθμητικά (βασκικά)