abactus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abactus (la) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abactus | abactūs |
γενική | abactūs | abactuum |
δοτική | abactuī | abactibus |
αιτιατική | abactum | abactūs |
κλητική | abactus | abactūs |
αφαιρετική | abactū | abactibus |